«Η κηδεία»
Διήγημα της Χρύσας Τσάκωνα
Κι όλοι κλαίγανε και κλαίγανε και μεγαλώνανε το νήπιο κλάμα της μάνας μου και το ’καναν ποτάμι και το ’καναν χείμαρρο και το ’καναν λουτρό καθαρτήριο της πεθαμένης και πλύθηκε εκείνη για να πάει καθαρισμένη να κάνει την κατάθεσή της. Κι ανακατεύονταν τα κλάματα όλα κι όλο το απόγευμα μπερδεύονταν μέχρι τη δύση του ήλιου που πήγαν όλοι για ύπνο, καληνύχτα σας, και πώς να ξεχωρίσει τώρα η νεκρή το αληθινό απ’ το κίβδηλο να το φυλάξει στο μπουκαλάκι της και να το δώσει του Θεού. Πρέπει να γεμίσει το μπουκαλάκι, ούρλιαζε η μάνα μου κι έκλαιγε κι αγκάλιαζε κι έκλαιγε και φίλαγε με περιπλάνηση στα μάτια. Την περίμενα εγώ στο γραφειάκι μου, μου ’χε πει θα ’ρθει και κάποτε ήρθε με άσπρο σεντόνι στο πρόσωπο και μου ’γραψε στο τετράδιο αντιγραφής «αδιάβαστη λόγω πένθους μάς συγχωρείτε».
Σαβανωμένη η νεκρή περίμενε μέσα στο δωμάτιο με τη χαλασμένη πρίζα να οδηγηθεί στην αφετηρία του μεγάλου ταξιδιού της. Τα κλειστά της μάτια είχανε φυλάξει όλα τα κρίματά της ενώ στα μελανά της σφραγισμένα χείλια παλλόταν η αλήθεια να ξεστομιστεί. Τα μαραζωμένα της χέρια είχανε σταυρώσει όλη την αγάπη και την συμπόνια της και στα κουτσά της πόδια τρεμόπαιζε η ελπίδα της ανάπαυσης.
Και ξαναγύρισε η μητέρα μου στο δωμάτιο με τη χαλασμένη πρίζα και τη χαλασμένη μάνα και πήγα κι εγώ να δω αν ματαίωσε ο Θεός το ταξίδι και μας την έστειλε πίσω χαρούμενη σαν πρώτα. Μα βρισκόταν ακόμα στο κρεβάτι της ασάλευτη και βουβή, τώρα δεν μπορεί πια να κουνηθεί, ε, μαμά, και τώρα ποιος θα με περιμένει στον κήπο με το γαλάζιο καθυστερημένο ρολόι στο χέρι σαν επιστρέφω με το σχολικό και θα λέει «γύρισες, μπούφο μου» με την αγάπη και την προσμονή σ’ όλα τα κύτταρα και ποιος θα φτιάχνει πατάτες στο τηγάνι ταλαιπωρημένες σα και τη ζωή της και τραχανά στην κατσαρόλα κοκκινιστό κι εγώ θα φωνάζω «σιχαίνομαι τη μυρωδιά, σιχαίνομαι» και θα μου λέει «πες μου την προπαίδεια, μπράβο μπούφο μου, μπράβο θα γίνεις πρώτη μαθήτρια θα προκόψεις». Κι έγινα, με είδες γιαγιά από κει πάνω ή από κει κάτω ή από κει αλλού κι έκανα την κόρη σου γιαγιά το είδες κι αυτό, μα εκείνη δεν θα έχει ρολόι σαν και το δικό σου για να περιμένει το σχολικό.
Σα να ζηλέψανε όλοι οι εναπομείναντες το βουβαμό της νεκρής κι έπαψαν να ηχούν κι εγώ κοίταξα κάμποσην ώρα τη μητέρα μου που έκλαιγε με βροχή μετασχηματισμένη σε χρώμα και μ’ αυτήν στα μάτια σφιχτά σφαλισμένα γύρισα στο γραφειάκι μου, την έκλεψα αυτήν την εικόνα για να κλάψω κι εγώ δυνατά όσο δυνατά και με συνέχεια και με παλμό. Γιατί εγώ τότε δεν είχα ακόμη την ανθρωπινή αδυναμία του θανάτου και γι’ αυτό δεν θα μπορούσα και να ήθελα να δώσω το πιο σπουδαίο κλάμα στη νεκρή, το μόνο που είχα ήταν η αγάπη μου κι η συνήθεια μου για ένα γαλάζιο ρολόι που κρεμόταν από τον ουρανό.
Μονάχη βημάτιζα στο δωμάτιο κι εκείνη από κάτω ασπριδερή, λίγο μελανιασμένη κι εγώ είχα μι’ ανάγκη να ’ρθει κάποιος να τη ζωντανέψει μα εκείνη περίμενε εναγωνίως την αποσύνθεσή της. Ήτανε καλή λέγανε στη γειτονιά, δεν θα τη ξεχάσουμε ποτέ, άγιος άνθρωπος, μα οι άγιοι άνθρωποι λέω γω έχουν ξεχασμένα πρόσωπα αφού δεν κάνουν αποτρόπαια πράγματα. Και βημάτιζα στο δωμάτιο χαρούμενη που θα πήγαινα αδιάβαστη με λόγο και χαρούμενη που όλη η μέρα μου κι όλη η τσάντα μου θα κουβαλούσαν μονάχα τις παρατηρήσεις μου.
Ξαναπήρα πεισματικά το δρόμο για κάτω και συνάντησα καθ’ οδόν έναν φόβο λεπτό κι ανθεκτικό σαν ιστό, τέτοιον ιστό έφτιαξες στα τελευταία σου, γιαγιά, μονάχη, και στα κουκούλια να χωράνε όλα που αισθανόσουν για όταν πεινούσες – περίτεχνες λέξεις δεν έρχονταν στο στόμα απ’ την τρανή ψυχή σου (δεν είχες σπουδάσει τα ωραία γράμματα) και φλυαρούσες με τα ωραία μεγάλα καφέ μάτια.
Η μάνα έκλαιγε κι θρηνωδούσε τα χωμάτινα μεγάλα καφέ μάτια ο πατέρας κοιτούσε βουβός δεν θρηνούσε εκείνος, η δικιά του μάνα ανέπνεε ακόμη γήινο αέρα. Δεν πρέπει να κλαις δεν πρέπει να κλαις θα μποδιστεί η ψυχή να φύγει μι’ αστραπόμορφη ψυχή πρέπει να φεύγει να λικνίζεται μ’ υπεροχή και γνώση να σκάβει εκτυφλωτικά μονοπάτια στον ουρανό.
Άδειασε το δωμάτιο άδειασε κι ο ουρανός από ήλιο μένει ο ύπνος είναι σοβαρή υπόθεση και σαφώς επείγουσα ο ύπνος διαμελίζει τώρα τον πόνο και προσφέρει ευαγγελισμό παρηγοριάς. Συνερχόταν η μάνα με τα θολά βλέφαρα καθώς ψίθυροι προσευχής τύλιγαν το νεκρό σώμα και το τύλιγαν με λαμπρότητα κι ενεργούσαν για την αποκαθήλωσή του από μας. Με θεατρικότητα όρμησα να φιλήσω το χέρι της γιαγιάς κι όλοι πέτρωσαν, μα ένα περίεργο, το χέρι ήταν ζωντανό το μόνο ζωντανό πράγμα εκειμέσα σπαρταρούσε μέσα του ο θάνατος όλος ήταν στριμωγμένος σ’ εκείνα τα λεπτά μακριά δάχτυλα που δεν θα ξαναφιλούσα ποτέ.
Δείτε ακόμη: «Λογοτεχνικές διαδρομές» της Χρύσας Τσάκωνα