«Τ' Αη - Γιώργη Ανήμερα» διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή«Τ′ Αη – Γιώργη Ανήμερα»

Διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή

Η καμπάνα του Αη – Γιώργη είχε ήδη χτυπήσει. Μονοκλησιά σήμερα. Ο Κωνσταντής ήταν κιόλας στο φουρνάρικο του κυρ – Γιώργη. Αξημέρωτα είχε πάει να ζυγίσει και να ζυμώσει, να βάλει τα καρβέλια στις πινακωτές, να τα φουρνίσει και να τα απλώσει στα ράφια, έτοιμα, ζεστά, λαχταριστά. Είχε μάλιστα φκιάσει και κουλούρια και παξιμάδια, και περίμενε τις κυράδες να φέρουν τα ταψιά με τις πίτες και τα γιουβέτσια να τα ψήσει. Μόνος του! Τ’ αφεντικό του γιόρταζε σήμερα κι άφησε τον παραγιό του να τα βγάλει πέρα. «Κωνσταντή», του είπε το προηγούμενο απόγευμα, την ώρα που ο κυρ – Γιώργης ζύμωνε τα πρόσφορα για τη μονοκλησιά κι αυτός κοσκίνιζε το αλεύρι να φύγουν τα πίτουρα, «αύριο θα πάω στην εκκλησιά που γιορτάζω. Θα κάτσεις εσύ στο πόδι μου. Πέντε χρόνια σ’ έχω παραγιό και την τέχνη την έμαθες καλά. Τι λες; Θα τα καταφέρεις;»

Ο Κωνσταντής φούσκωσε από περηφάνεια. Στα δεκάξι του ήταν ήδη καλός φούρναρης. Ήξερε να ξεχωρίζει τα καλά τα αλεύρια – του Παπά ήταν γι’ αυτόν τα καλύτερα για το λευκό ψωμί – είχε μάθει, με την καθοδήγηση πάντα του κυρ – Γιώργη, να διαλέγει τα καλά τα στάρια και να τα πάει στο μύλο για άλεσμα για το σταρένιο, ήξερε να νοστιμεύει τα φαγητά στο ψήσιμο, αλλά η μεγάλη του επιτυχία ήταν τα παξιμάδια. Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος ο κυρ – Γιώργης πώς ο παραγιός του τα πετύχαινε τόσο καλά, γίνονταν όμως ανάρπαστα όταν τα ξεφούρνιζε. Ένιωθε ότι το άξιζε. Και ο κυρ – Γιώργης το ίδιο ένιωθε. Τον είχε παρατηρήσει πώς ζύμωνε και έπλαθε τα καρβέλια, τον είχε δει να κοιτάει με μεγάλη προσοχή το στάρι που έπεφτε κόκκος – κόκκος στις βαριές μυλόπετρες, όταν η φτερωτή του μύλου γύριζε απ’ τον μυλαύλακο, τον είχε προσέξει με πόση σχολαστικότητα κοσκίνιζε τ’ αλεύρι πριν το ζυμώσει και φυσικά τα παξιμάδια του. Έδειχναν στόφα μεγάλου μάστορα.

Η αλήθεια είναι ότι ο κυρ – Γιώργης είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση να αποσυρθεί σιγά σιγά. Πάνω από πενήντα χρόνια φούρναρης, από εκείνους τους παλιούς, τους μερακλήδες, είχε δει και είχε τραβήξει πολλά στη ζωή του. Είδε τον ένα τον γιο του να χάνεται στο μέτωπο της Αλβανίας και τον άλλο τον γιό του να παίρνει τα βουνά με τον ΕΛΑΣ. Είχε δει τον Αντονέλο, τον διοικητή της Καραμπινιερίας στην Κατοχή, να τον τραβάει στα μπουντρούμια για «ανάκριση» για τη δράση του γιου του. Τρεις βδομάδες τον είχαν κλεισμένο και τον έδερναν να τους πει πού κρύβεται και ποιοί είναι οι συνεργάτες των ανταρτών. Ευτυχώς, οι Ιταλοί παραδόθηκαν στον ΕΛΑΣ και γλύτωσε κι αυτός κι ο κόσμος απ΄τα μαρτύρια. Όταν έφυγαν και οι Γερμανοί, νόμιζε – όπως κι όλος ο κόσμος άλλωστε – ότι ησύχασε, ότι θα μπορούσε να χαρεί τα χρόνια που του απέμεναν να ζήσει μαζί με τον μοναδικό του πια γιό. Φρούδες ελπίδες. Ένας άλλος πόλεμος, χειρότερος απ΄τον προηγούμενο, είχε αρχίσει ξανά. Αδερφός τον αδερφό, φίλος τον φίλο, γείτονας τον γείτονα. Ποιός έφταιγε; Δεν ήξερε… Κι ούτε που θα τον έμελε αν δεν ήταν οι Σουρλαίοι που μια μέρα μπήκαν στον φούρνο του για να τον λεηλατήσουν, επειδή «είχε γιο κομμουνιστή».

Τον είχαν πιάσει και τον είχαν δέσει πισθάγκωνα. Με τα πρώτα χαστούκια ενός παλληκαρά είχε αρχίσει να τρέχει το αίμα απ’ τα χείλια του. Έλαχε όμως ένας από δαύτους να τον γνωρίζει. Ήταν ένας καμπίσιος που ερχότανε – πριν τον πόλεμο – κάθε Σάββατο στο παζάρι μαζί με τον πατέρα του να πουλήσουνε το στάρι του και ο Γιώργης ήταν απ’ τους καλύτερους πελάτες του. Σίμωσε και του είπε: «Γέρο, εγώ σε ξέρω για ήσυχο άνθρωπο. Οι άλλοι όμως θέλουν να σε χαλάσουν. Κοίτα να δεις τι θα γίνει: Δώσ’ μας καμπόσες λιρίτσες και μερικά καρβέλια ψωμί, αλλιώς θα σου βάλουν το κεφάλι στο παλούκι να το κάνουν βόλτα στην πλατεία». Τι να έκανε και ο φουκαράς ο Γιώργης, τους έδωσε ένα μασούρι λίρες, τους γέμισε και τα τσουβάλια με ψωμί και τον άφησαν.

Την ίδια νύχτα άκουσε σούρσιμο στην αστρέχα πίσω απ’ το σπίτι του. Τρομαγμένος, έτρεξε να κρυφτεί μαζί με τη γυναίκα του μέσα στην γκλαβανή που φύλαγε τ’ αλεύρια. Μια γνώριμη όμως φωνή απ’ έξω απ’ το παράθυρο του είπε: «Εγώ είμαι, άνοιξε». Όλος λαχτάρα αλλά και ανησυχία συνάμα έτρεξε στην πόρτα. Απέξω στέκονταν ο γιος του, ο Θόδωρος, με τα φυσεκλίκια σταυρωτά φορεμένα, το ντουφέκι του και τον σκούφο του αντάρτη. Άνοιξε την αγκαλιά του και τον έκλεισε μέσα. «Χαρίκλεια, βγες, ο Θόδωρος είναι!» είπε στη γυναίκα του. Η μάνα αγκάλιασε το γιο και τα δάκρυά της έβρεχαν τα γένια του πολεμιστή. «Πεινάς;» του είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση του έβαλε να φάει. «Πατέρα», είπε ο Θόδωρος, «έμαθα ότι οι Σουρλαίοι σε λήστεψαν σήμερα». Βγάζοντας από την τσέπη του ένα σακούλι το πέταξε πάνω στο τραπέζι. «Αυτά είναι που σου έκλεψαν. Ένας δικός μας που είδε τι έγινε έτρεξε και μας τα είπε. Τους προλάβαμε λίγο παρακάτω. Το ψωμί το μοίρασα στους συναγωνιστές. Οι λίρες είναι δικές σου. Πάρτες».

Ο κυρ – Γιώργης πήρε το σακούλι, έβγαλε κάμποσες από μέσα και τις έδωσε στο γιό του. «Πάρτες, παιδί μου, για τον αγώνα σας. Και να σου γιομώσω κι ένα σακί με καρβέλια κι ένα ακόμα με αλεύρι. Κι ό, τι θέλετε να το ζητάτε από μένα. Κι άμα αυτοί ξανάρθουν…» «Δεν θα ξανάρθουν», τον αντίσκοψε ο Θόδωρος. «Ελέγχουμε με τον καπετάνιο μας όλη την περιοχή πια. Άμα τολμήσουν και περάσουν απόξω απ’ το χωριό, θα τους καθαρίσουμε αμέσως». Κι έτσι ο κυρ – Γιώργης, ο φιλήσυχος και καλοκάγαθος φούρναρης, έγινε τροφοδότης των ανταρτών.

Κάθε τόσο, φόρτωνε νύχτα το γαϊδούρι του με εφόδια και τα πήγαινε στο βουνό για τους αντάρτες. Κι όταν ανέβαινε απ’ τα στενά καλντερίμια στο Παλιόκαστρο πού ήταν το αρχηγείο τους συλλογίζονταν τα «γιατί;». Γιατί να σκοτωθεί ο Νίκος του στην Αλβανία; Γιατί να γίνονται οι πολέμοι; Γιατί να τρέχει σαν κυνηγημένος στα βουνά ο Θόδωρος; Τάχα κι αυτός δεν πολέμησε και στην Αλβανία, και στα βουνά μετά τους Ιταλούς; Δεν μπήκε καμαρωτός με τ’ άλογο στην πλατεία, μαζί με τους άλλους Ελασίτες, σέρνοντας μαζί τους ένα τσούρμο Ιταλούς αιχμάλωτους; Αυτός δεν ήταν που έπιασε τον προδότη τον Κόκκα που γύριζε παλιότερα καμαρωτός μαζί με τον Αντονέλο – αυτός ο άτιμος κατάφερε να ξεφύγει – και έστελναν τον κόσμο στο απόσπασμα; Δε συνόδεψε τον γιατρό τον Λέοντα στους Κορυσχάδες για την πρώτη ελεύθερη κυβέρνηση του βουνού, παριστάνοντας τον αγωγιάτη; Δεν τραυματίστηκε προσπαθώντας να σταματήσουν τη γερμανική φάλαγγα να κάψει τα χωριά; Τώρα γιατί τον κυνηγάνε οι κατσαπλιάδες του Σούρλα; Τι έγινε και χωρίστηκε η Ελλάδα στα δυο; Όταν τρώγαμε στην πλάτη το καμουτσίκι του Αντονέλο ήμασταν ενωμένοι, εξόν από κάτι προδότες, σαν τον Κόκκα, που τον στήσανε οι αντάρτες στα έξι μέτρα καταμεσής στην πλατεία. Τώρα που λευτερωθήκαμε, γιατί; Έγιναν βέβαια και λάθη, πολλοί κατηγορήθηκαν άδικα σαν συνεργάτες του κατακτητή από προσωπικά μίση και αντιζηλίες, άνθρωποι που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Κάποιοι έχασαν τη ζωή τους, κάποια κορίτσια τα κούρεψαν επειδή τάχα είχαν σχέσεις με τους Ιταλούς – καναδυο καλά τις έκαναν – αλλά αυτά έχει ο πόλεμος. Μήπως και παλιότερα δεν γίνονταν τέτοια;

Και μετά άρχιζαν τα «πότε;» Πότε θα τελειώσει κι αυτό το κακό; Πότε θα φιλιώσουν επιτέλους πάλι οι Έλληνες; Πότε θα γυρίσει πάλι σπίτι ο Θόδωρος; «Κουράστηκα πια», έλεγε από μέσα του, «να αναλάβει αυτός το φούρνο, έχει και τον Κωνσταντή, να βρει και μια καλή κοπέλα να παντρευτεί, να δει κι εγώ αγγόνια κι ύστερα να πω νυν απολύεις το δούλο σου δέσποτα». Γιατί ήταν καλός χριστιανός ο κυρ Γιώργης. Όχι σαν αυτούς με τα μακροπροσκηνύματα και τις μετάνοιες, αλλά και στην εκκλησία πήγαινε τακτικά, και τα πρόσφορα τα έστελνε κάθε Κυριακή στον παππού τον Αη –Αντώνη, και τον παπα Στέργιο τον σέβονταν, και όλο τον κόσμο τον αγαπούσε. Τάχα δεν έκρυψε τον Γιακώβ όταν τον έψαχναν οι Γερμανοί; Τι πείραζε που ήταν Οβριός; Στον ίδιο το Θεό δεν πίστευαν; Άνθρωπος φαμελίτης δεν ήταν κι αυτός;

Ο Κωνσταντής δεν είχε τέτοιες έγνοιες. Και γιατί άλλωστε; Παλληκαράκι, δεκάξι χρονώ ήτανε δεν ήτανε, η έγνοια του ήταν ο φούρνος. Ο φούρνος και η Ρηνούλα… Ο πατέρας του, φτωχός ζευγάς, πότε με τα βόδια του όργωνε το χωραφάκι του απάνω στην πλαγιά για να σπείρει και να μαζέψει το κοκκάρι και να το πουλήσει, πότε μάζευε σύκα απ’ τις συκιές που είχε γύρω απ’ τον κλήρο του είτε να τα λιάσει και να τα δώσει στη γυναίκα του, τη Βαγγελή, να τα πασπαλίσει με άχνη είτε να βράσει λίγο τσίπουρο να τα πουλήσει να ζήσει τη φαμελιά του. Κι αυτή η Βαγγελή, βλέπεις, άξια γυναίκα κατά τ’ άλλα, κάθε τόσο γεννοβολούσε κι ένα κουτσούβελο. Έκανε στην αρχή δυο παιδιά, τα έχασε μωρά, μετά έκανε τον Κωνσταντή κι άλλους πέντε. Τριών χρονών ήταν ο μικρότερος και πάλι ήταν γκαστρωμένη. Τι να κάνει κι ο έρμος ο μπάρμπα – Μήτσος, δούλευε από ήλιο σε ήλιο, πότε στο χωραφάκι του, πότε κάνοντας χουσμέκια με τα βόδια του, να φέρει λίγο αλεύρι και λίγο λαδάκι για τα παιδιά.

Τον Κωνσταντή τον έστειλε από τα ένδεκα κιόλας στον Γιώργη το φούρναρη να μάθει την τέχνη. Ο δεύτερος, ο Πάνος, και ο τρίτος, ο Αλέκος, πήγαν στους μαστόρους. Οι άλλοι ήταν μικροί ακόμα, δεν είχε έρθει η σειρά τους. Ευτυχώς, δεν είχε κορίτσια για να θέλει να φτιάξει και προίκα. Κατέβαινε ο Κωνσταντής κάθε μέρα, αξημέρωτα ακόμα, για να πάει στο φούρνο, να σκουπίσει και να τιμαρεύσει τα αλεύρια, τα στάρια, τις πινακωτές, να ζυμώσει και ανάψει το φούρνο, να ξεφουρνίσει τα καρβέλια, όλα με την καθοδήγηση του κυρ – Γιώργη. Κουραστική δουλειά, θα πεις, μα ο Κωνσταντής είχε την απαντοχή του. Δίπλα, κολλητά στο φούρνο, αδερφομοίρι, ήταν το σπίτι της Ρηνούλας. Ανηψιά του Γιώργη, τ’ αδερφού του κορίτσι, όλο και μπλέκονταν στα πόδια τους, πότε να σκουπίσει την αυλή, πότε να ποτίσει τα λουλούδια, πότε να ζητήσει προζύμι για τηγανοκουλούρες, κι όλο ματιές γεμάτες φλόγα στον Κωνσταντή. Λεβέντης κι αυτός, ψηλός, με το μουστάκι του μόλις είχε αρχίσει να πυκνώνει, δεν άργησε να φουντώσει μέσα τους η φλόγα του έρωτα. Κάθε μεσημέρι, μόλις τέλειωνε η δουλειά στο φούρνο, πήγαινε στη βρύση, λίγο παρακάτω απ’ το φουρνάρικο, να πιεί νερό και να ξαποστάσει. Είχε χαράξει τ’ αρχικά του δίπλα σ’ αυτά της Ρηνούλας. Κι εκείνη, κάθε φορά που πήγαινε στη βρύση για νερό, χάραζε σημαδάκια δίπλα σ’ αυτά του Κωνσταντή, και ο έρωτάς τους θέριευε, όπως θέριευαν γύρω τους οι φλόγες του πολέμου, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν τους ένοιαζε. Αυτό που τους ένοιαζε ήταν να πάνε στη βρύση, να δούνε τα κρυφά τους σημάδια, και να ανταμώσουν, έστω για λίγο, πίσω απ΄την αστρέχα για να αλλάξουν στα γρήγορα δυο φιλιά κι ένα γλυκόλογο. Μετά, ο Κωνσταντής πήγαινε στο ταβερνάκι του Κιτσιά λίγο παραπάνω, έβρισκε καμιά παρεούλα, έπιανε την κιθάρα κι άρχιζε το τραγούδι. Είχε πολύ καλή φωνή, καθάρια, και είχε μάθει κιθάρα απ’ τον μπάρμπα του τον Θανάση. Αντάρτης στο βουνό κι ο μπάρμπας του, αδερφός της μάνας του, ούτε που ήξερε ο Κωνσταντής πού ήταν και τι έκανε. Είχε ακούσει τη μάνα του να λέει στον πατέρα του ότι ήταν κι αυτός στο Παλιόκαστρο με τον καπετάνιο Γιώτη, αλλά δεν έδωσε σημασία. Αυτουνού το μυαλό ήταν στη Ρηνούλα. Τι τον ένοιαζαν ο πόλεμος, και ο μπάρμπας του ο Θανάσης και το κακό που γινότανε; Τα κλεφτά φιλιά που άλλαζαν, το νερό που έπινε στη βρύση όπου σκάλιζε τα συνθήματα στην αγαπημένη του, τα παινέματα του κυρ – Γιώργη για την τέχνη του, έφταναν για να ομορφύνουν τη ζωή του, μια ζωή περικυκλωμένη από φωτιά, μίσος και αδερφικό αίμα που χύνονταν ποτάμι, πότε στα βουνά και πότε στο Μεζούρλο κάθε χαραυγή απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα.

Έτσι έγινε κι εκείνη τη μέρα, τ’ Αη –Γιώργη ανήμερα, και ο Κωνσταντής, αφού τέλειωσε τη δουλειά στο φούρνο όλο καμάρι (για πρώτη φορά μόνος του!) πήγε στη βρύση του, να ξαποστάσει και να δει αν άφησε τίποτα σημάδια η Ρηνούλα. Κουρασμένος από τη δύσκολη μέρα κι απ’ τη λαχτάρα του να πάει στ’ απάγγειο του, δεν πρόσεξε το καμιόνι με τους στρατιώτες που είχε σταθμεύσει από κάτω, απ’ έξω απ΄τον Αη – Αντώνη. Το πρόσεξαν όμως οι αντάρτες πάνω στο Παλιόκαστρο κι αμέσως κινητοποιήθηκαν. «Τι να γυρεύει εδώ ο στρατός;» σκέφτηκε ο καπετάνιος τους, κι αμέσως έδωσε εντολή να ακροβολιστούν και να ρίξουν σε κάθε ύποπτη κίνηση. Μόλις ο Κωνσταντής έφτασε στη βρύση κι έσκυψε να πιεί νερό, άκουσε ένα βουητό να περνάει δίπλα απ΄το αυτί του κι ένα κάψιμο στο μάγουλό του. Ξαφνιασμένος, έβαλε απάνω την παλάμη του που γέμισε αίματα. Χωρίς καλά καλά να καταλάβει, έτρεξε μέσα στο φούρνο. Έκλεισε την πόρτα και κρύφτηκε στην αποθήκη με τα αλεύρια. Πολύ γρήγορα άρχισαν οι πυροβολισμοί από ψηλά εναντίον των στρατιωτών, που έτρεξαν προς το καμιόνι να βγουν έξω απ’ το πεδίο πυρός των ανταρτών. Ήταν αδύνατο να ανταποδώσουν τα πυρά στα υψώματα που κατείχαν οι αντάρτες.

Το αίμα έτρεχε από το μάγουλό του, αλλά ευτυχώς η σφαίρα τον είχε πάρει ξώφαλτσα και τον είχε γδάρει μόνο λίγο, δεν του έκανε ζημιά. Βρήκε ένα κομμάτι πανί και το έβαλε πάνω του να σταματήσει την αιμορραγία και λούφαξε μέσα στο φουρνάρικο. Δεν είχε καταλάβει ακόμα τι και πώς, η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του, η αγωνία του έκοβε την ανάσα. Τον κυνηγούσαν; Ποιοί τον κυνηγούσαν; Γιατί τον κυνηγούσαν; Τι έγινε; Σιγά σιγά, άρχισε να ξεθαρρεύει, κι άρχισε να ρίχνει κλεφτές ματιές απ΄τη χαραμάδα της πόρτας. Είδε τη μάχη που γινόταν έξω, είδε τους στρατιώτες, άλλοι να πέφτουν νεκροί ή πληγωμένοι – ένας φώναζε τη μάνα του- άλλοι να τρέχουν να προλάβουν το καμιόνι. «Αψιμαχίες» τα έλεγαν αυτά στον πόλεμο, είχε ακούσει τον μπάρμπα του τον Θανάση να το λέει στον πατέρα του, αυτός όμως έπιανε το ματωμένο του μάγουλο. Μια άλλη ανησυχία τον έπιασε. Η Ρηνούλα; Ήταν καλά η Ρηνούλα; Ή μήπως είχε βγει κι αυτή στη βρύση να δει τα σημάδια τους; «Άγιε μου Γιώργη, φύλαγε», σκεφτότανε ο Κωνσταντής.

Μετά από λίγη ώρα, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Οι στρατιώτες είχαν υποχωρήσει, αφήνοντας πίσω τους μερικά κορμιά πεσμένα. Μετά από λίγη ώρα, ένας λοχίας βγήκε με λευκή σημαία και μερικούς τραυματιοφορείς να μαζέψουν τους χτυπημένους δικούς τους. Τους άφησαν να τους μαζέψουν κι έφυγαν πάλι για τη Λάρισα. Ο κυρ-Γιώργης γύρισε κι αυτός. Βρήκε τον Κωνσταντή μέσα στα αίματα. Του κόπηκε η ανάσα. Έτρεξε αμέσως κοντά του. «Δεν είναι τίποτα, κυρ – Γιώργη, ξώφαλτσα με πήρε», είπε ο Κωνσταντής. «Χαρίκλεια», φώναξε τη γυναίκα του, «γρήγορα να φροντίσουμε το παιδί, τον πέτυχαν κατά λάθος. Κι εσύ μωρέ», του είπε, «τι γύρευες εκεί όξω; Δεν είδες το στρατό που ήταν μαζεμένος;» Τι να του εξηγήσει τώρα ο Κωνσταντής; Πώς να του πει τι γύρευε στη βρύση; Στο μεταξύ, οι γειτόνοι είχαν μαζευτεί να δουν τι έγινε. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε τη Ρηνούλα να τον κοιτάει με μάτια τρομαγμένα, έτοιμα να κλάψουν, με το ένα χέρι μπροστά στο στόμα της μην ξεφωνίσει και με το άλλο πάνω στην καρδιά της. Μόλις την είδε, αναγάλλιασε η καρδιά του. «Διψούσα», είπε, «και πήγα για νερό. Δεν τους είδα. Καλά είμαι». Και με ένα σάλτο σηκώθηκε όρθιος. Η κυρά Χαρίκλεια πήγε να του καθαρίσει την πληγή. «Άσε θειά, θα το κάνω εγώ που βλέπω και καλύτερα», πετάχτηκε η Ρηνούλα. Το χέρι της ακούμπησε στο μάγουλο του Κωνσταντή, κι αυτός αμέσως ξέχασε και τον πόνο και τη λαχτάρα και τον πόλεμο που σφύριζε γύρω του κι όλα.

Τα χρόνια πέρασαν μέσα στο αίμα και στο μίσος, ο Γράμμος έπεσε και από τον Θόδωρο κανένα νέο. Κάποια στιγμή, ο Δανίλης που είχε επαφές με τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ του έφερε νέα: Είχε φύγει με τους αντάρτες μετά την υποχώρηση, φτάσανε στην Αδριατική και μέσα σε αμπάρια πλοίων πέρασαν τη Μαύρη Θάλασσα και βγήκαν στην Οδησσό. Από εκεί τους έστειλαν στην Τασκένδη. Σιγά σιγά, πότε μέσω του Ερυθρού Σταυρού, πότε με γράμματα που έρχονταν – ανοιγμένα πάντα από τη Χωροφυλακή – μάθαινε κι άλλα νέα: Είχε παντρευτεί εκεί, είχε κάνει και δυο αγόρια, τον Νικόλα και τον Γιώργη, είχε καλή δουλειά, μηχανικός, αλλά να γυρίσει δεν μπορούσε. Ο φουκαράς ο κυρ Γιώργης είχε τη φωτογραφία των εγγονών του μαζί με τον Θόδωρο και τη νύφη του πάνω στη σερβάντα την καλή, δίπλα στη φωτογραφία του Νικόλα απ’ το μέτωπο της Αλβανίας και η κυρα Χαρίκλεια κάθε βράδυ, όταν άναβε το καντήλι, έκανε το σταυρό της να τους φυλάει η Παναγιά.

Ο Κωνσταντής έκανε το τακτικό του – πέρασε και κάνα χρόνο στο Μακρονήσι, όχι ότι είχε δώσει δικαίωμα, αλλά έτσι, προληπτικά, λόγω του μπάρμπα του του Θανάση και του Θόδωρου – και γύρισε πίσω στο φούρνο, τον οποίο τον κρατούσε πια σχεδόν μόνος του. Όταν μίλησε στον κυρ – Γιώργη για τη Ρηνούλα, αυτός πέταξε απ’ τη χαρά του. Μίλησε στον αδερφό του, έταξε μετά θάνατον τον φούρνο στον Κωνσταντή –αυτός τι να τον έκανε, ένα ξερό κορμί, αφού δεν μπορούσε να γυρίσει ο Θόδωρος; – και μια Κυριακή του ’54 ο Κωνσταντής και η Ρηνούλα παντρεύτηκαν. Κάνανε και δυο παιδιά, τον Γιώργο – ο πατέρας του ο μπάρμπα Μήτσος στην αρχή ζορίστηκε, αλλά του είπε ότι το είχε τάμα απ’ τη μέρα του Αη – Γιώργη που η σφαίρα πέρασε δίπλα του και τον έσωσε ο άγιος και καλμάρισε – και τη Βαγγελίτσα, κι έτσι ο μπαρμπα Μήτσος παρηγορήθηκε που έδωσαν τουλάχιστον το όνομα της γυναίκας του, αλλά όλο τους ζόρισε να κάνουν και τρίτο να ακουστεί και το δικό του το όνομα.

Μόνο η ουλή δεν είχε φύγει ποτέ από το μάγουλο του Κωνσταντή. Ούτε η άλλη, η βαθιά ουλή από την καρδιά του κυρ – Γιώργη. Αγαπούσε τον Κωνσταντή σαν παιδί του, λάτρευε τον μικρό Γιωργάκη σαν εγγόνι του – αυτός καταλάβαινε γιατί τον ονομάτισαν έτσι, δεν ήταν το τάμα του Κωνσταντή, ήταν η τιμή στον ίδιο – αλλά το αίμα του δεν το έβλεπε να έρχεται κοντά του, και τα γεράματα κοντοζύγωναν. Κάποια μέρα, γύρισε από τα ξερονήσια και ο μπάρμπας του ο Θανάσης. Γερασμένος, τσακισμένος, ασπρομάλλης πια, δεν θύμιζε τον παλιό αντάρτη που όργωνε τα βουνά, εξόν κι αν κοιτούσες βαθειά στα μάτια του. Τότες έβλεπες την άσβεστη φλόγα του παλιού αγωνιστή. Τον δέχτηκαν με χαρά. Η αδερφή του, η μάνα του Κωνσταντή, είπε να του κάνει ένα τραπέζι. «Άσε μάνα», της είπε ο Κωνσταντής, «θα σας το κάνω εγώ το τραπέζι. Σε λίγες μέρες είναι Αη – Γιώργης, γιορτάζουμε στο σπίτι».

Ετοίμασε λοιπόν ένα τραπέζι από τα λίγα ο Κωνσταντής. Οι γονείς του, τα πεθερικά του, ο κυρ Γιώργης με την κυρά Χαρίκλεια, ο μπάρμπας του ο Θανάσης, τ’ αδέρφια του, οι νύφες (ο Πάνος και ο Αλέκος είχαν παντρευτεί κι αυτοί), τ’ ανήψια του, οι κουμπάροι, όλος ο κόσμος. Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν. Κάποια στιγμή, ο Θανάσης ρώτησε: «Αλήθεια βρε Κωνσταντή, αυτό το σημάδι στο μάγουλο πώς το έκανες;» «Α, είναι μεγάλη ιστορία, μπάρμπα. Ήταν σαν σήμερα, όταν είχε έρθει εδώ στρατός. Δεν τους είδα και πήγα στη βρύση να πιω νερό. Κάποιος αντάρτης με είδε απ’ το Παλιόκαστρο, θα με πέρασε φαίνεται για δικό τους, και μου έριξε. Από θαύμα γλύτωσα». Ευτυχώς που το κρασί είχε κοκκινίσει το πρόσωπο του Θανάση και δεν κατάλαβαν τη χλωμάδα του. «Τι να γίνει, έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια…» κατάφερε μόνο να ψελλίσει. Πώς να τους πει ότι το βόλι που έγδαρε το μάγουλο του Κωνσταντή και παραλίγο να τον άφηνε στον τόπο ήταν από το δικό του το ντουφέκι;

 *Από τη συλλογή διηγημάτων «Σκόνη στον Καθρέφτη», Εκδόσεις schooltime.gr

 

 

Ο Αχιλλέας Ε. Αρχοντής

Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Γεννήθηκε το 1964 στην Αγιά της Λάρισας, όπου ζει και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, λογιστής. Λάτρης του «ερασιτεχνικού» θεάτρου -ενεργό μέλος της τοπικής θεατρικής ομάδας από το 1991- της λογοτεχνίας, της παράδοσης, της ιστορίας και της μυθολογίας, είναι ένας απ’ τους δημιουργούς της σύγχρονης (2013), ηλεκτρονικής πλέον, έκδοσης των «Αγιώτικων Νέων», της εφημερίδας του ΜΠΣ Αγιωτών «Μιλτιάδης Δάλλας».