Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Χαρλαβάνη
Πολυγραφότατος συγγραφέας, ευρέως αναγνωρισμένος και αγαπητός στο φιλαναγνωστικό κοινό, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μιλά στο schooltime.gr για τη δική του εφηβεία, το σχολείο του χθες και του σήμερα, τη συγγραφή, τη θέση του βιβλίου στη σύγχρονη οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα, αλλά και για τα μελλοντικά συγγραφικά του βήματα…
― Το πρώτο σου βιβλίο, «Κομματάκια» κυκλοφόρησε όταν ήσουν μόλις 20 χρόνων! Από τότε, έχεις ακολουθήσει μια πολύ μεγάλη «πορεία» στη συγγραφή. Τελικά συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Γεννιέσαι, σίγουρα! Ή ίσως γίνεσαι, αλλά με τέτοιο υπόγειο τρόπο, ώστε είναι σαν να γεννιέσαι τελικά έτσι. Κατά βάθος, κανείς δεν ξέρει γιατί μπλέκει με τις δημιουργικές δουλειές. Κι ακόμη πιο πολύ, για ποιο λόγο συνεχίζει να ασχολείται μ’ αυτές, παρά τα βάσανα και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που τις συνοδεύουν.
― Το σχολείο έπαιξε ρόλο σε αυτό; Σου έδωσε τα «ερεθίσματα» και τα «εφόδια» να ασχοληθείς με τη συγγραφή;
Αν μιλάμε για τα μαθήματα, το σχολείο μάλλον σε αποθαρρύνει, με την ώθηση στην παπαγαλία και τη γενικότερη καταπιεστική του ατμόσφαιρα, δηλαδή με όλα όσα το μεταβάλλουν σε ναό του αντιδημιουργικού πνεύματος. Τα σχολικά χρόνια, όμως, παίζουν αναμφισβήτητα τον καταλυτικό τους ρόλο στο να βρεις τον δημιουργικό σου εαυτό, επειδή απλούστατα συμπίπτουν με την εφηβεία, την άνοιξη κάθε δημιουργικότητας.
― Υπάρχει κάτι που αναπολείς από τα εφηβικά-μαθητικά σου χρόνια;
Αναπολώ την ανεμελιά και την εκρηκτική πνοή της εφηβείας. Τη μοναδική και ανεπανάληπτη αίσθηση ότι όλα γίνονται για πρώτη φορά και ότι ουσιαστικά ανακαλύπτεις τον κόσμο. Όπως ακριβώς και δεν θέλω ούτε καν να θυμάμαι την τρομερή ανασφάλεια εκείνης της ηλικίας και τους αβυσσαλέους τρόμους που πηγάζουν από την ίδια αυτή ψυχική κατάσταση.
― Πώς βλέπεις την εκπαίδευση σήμερα; Πιστεύεις πως το πλαίσιο λειτουργίας του σχολείου ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και τις σαρωτικές αλλαγές που ζούμε; Μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να σταθούν στα πόδια τους ή απλά τους ετοιμάζει για τον συμβιβασμό;
Δυστυχώς το τελευταίο, η προετοιμασία για συμβιβασμό, παραμένει γεγονός αδιαμφισβήτητο. Το σχολείο δεν είναι παρά το κρεβάτι του Προκρούστη όπου οι μαθητές πετσοκόβονται ψυχή τε και σώματι, ώστε να προσαρμοστούν στα ασφυκτικά μέτρα τής υποδουλωμένης στο Χρήμα, και βαθύτατα αντιπνευματικής, σύγχρονης κοινωνίας.
— Αν σου δινόταν η ευκαιρία να αλλάξεις κάτι στο εκπαιδευτικό σύστημα, τι θα ήταν αυτό;
Θα προσέθετα όσες περισσότερες ώρες δημιουργικής ενασχόλησης γίνεται. Αυτό όμως είναι μάλλον αδύνατον, είναι ο ορισμός της ρομαντικής ουτοπίας, εφόσον τα σημερινά σχολεία κινούνται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Όλο και πιο πολύ σχεδιασμένο με βάση τις ανάγκες της εμπορευματικής παραγωγής, με την άκρατη χρησιμοθηρία και τον υλικοκεντρισμό του, το εκπαιδευτικό σύστημα φιμώνει από δημιουργικής πλευράς την ψυχή, την κάνει έρημο Σαχάρα.
— Είσαι επιτυχημένος συγγραφέας σε έναν χώρο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και δύσκολο. Αν υποθέσουμε ότι ένας νέος διαθέτει το «χάρισμα», θα τον παρότρυνες να ασχοληθεί με τη συγγραφή; Θα μπορούσε να εξασφαλίσει με τη συγγραφή «τα προς το ζην»;
Είναι άσκοπο να παροτρύνεις έναν αληθινό δημιουργό προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Συνήθως και ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του να ακολουθεί τη μάλλον προδιαγεγραμμένη πορεία του, νιώθοντας παντελώς ανήμπορος να επέμβει και να την αλλάξει. Όσο για το να κερδίζει κανείς τα προς το ζην από το γράψιμο: εάν κάτι τέτοιο ήταν για κάποιους εφικτό στα χρόνια της πλασματικής ευδαιμονίας που προηγήθηκαν, καθίσταται αδύνατον σχεδόν για όλους τώρα με την οικονομική κρίση.
― Το βιβλίο σήμερα. Ο κόσμος αγοράζει, διαβάζει βιβλία;
Το βιβλίο σήμερα βρίσκεται σε δεινή θέση, όπως και η πλειοψηφία της κοινωνίας, λόγω της κρίσης. Και δεν εννοώ μόνον ότι μπορεί κανείς να διαθέσει όλο και λιγότερα χρήματα για να αγοράσει βιβλία (πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα κυριολεκτικά να βουλιάζουν ο εκδοτικός χώρος και τα βιβλιοπωλεία), αλλά και το ότι ο κόσμος δεν έχει την ψυχική διάθεση να διαβάσει. Πιθανότατα βρισκόμαστε σε μια μεταιχμιακή φάση, στη διάρκεια της οποίας θα μεταβληθεί και το περιεχόμενο της λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια η Τέχνη γενικά είχε καταντήσει διακοσμητική και ψυχαγωγική με την πιο φτηνή έννοια. Από δω και στο εξής θα πρέπει να αναλάβει έναν πολύ πιο ουσιώδη, εμψυχωτικό και οραματικό ρόλο. Τότε ίσως την ξαναγκαλιάσει και το κοινό αποζητώντας την ως σανίδα σωτηρίας.
― Ποια είναι η γνώμη σου για το ψηφιακό βιβλίο; Οι ψηφιακές εκδόσεις επηρεάζουν τις πωλήσεις των βιβλίων;
Αν και προσωπικά δεν διαβάζω ψηφιακά βιβλία, το θεωρώ θέμα συνήθειας και όχι αρχής. Για μένα παραμένει δευτερεύον ζήτημα η μορφή/εμφάνιση, παραδοσιακή ή όχι, ενός βιβλίου. Αρκεί να έχει κάτι να μου πει ένα κείμενο, να μπορεί να με αγγίξει, και μακάρι να μου αλλάξει τη ζωή. Κι ας είναι σκαλισμένο σε πέτρα! Κατά τα άλλα, ειδικά στη χώρα μας, και σε αντίθεση με τις αγγλοσαξονικές χώρες, οι ψηφιακές εκδόσεις έχουν ακόμη ελάχιστο κοινό.
― Μετά την «Υψηλή τέχνη της αποτυχίας», πριν λίγους μήνες εκδόθηκε το τελευταίο σου βιβλίο, «Η πιο κρυφή πληγή». Είναι απλά μια ερωτική ιστορία συνδεδεμένη με τα γεγονότα των Δεκεμβριανών ή πρόκειται και για ένα πολιτικοποιημένο βιβλίο;
Για την ακρίβεια, είναι το πιο πολιτικοποιημένο βιβλίο που έχω γράψει μέχρι σήμερα. Η ερωτική ιστορία που αφηγείται είναι σύγχρονη, «ένας ισόβιος έρωτας στην εποχή των στιγμιαίων ερώτων», και συνδέεται περισσότερο με τους Αγανακτισμένους του 2011, παρά με τα Δεκεμβριανά του ’44. Προς τα τελευταία, το μυθιστόρημά μου αλλοιθωρίζει (εξάλλου δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα), ώστε να συσχετίσει το πρελούδιο του Εμφυλίου με όσα μάς περιμένουν στο άμεσο μέλλον. Με άλλα λόγια η όποια ιστορική αναδρομή εμπεριέχεται στις σελίδες του, θα ήθελε απλώς να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τον εφιάλτη ενός νέου εμφυλίου που ίσως μας περιμένει αύριο. Η τερατώδης κοινωνική αδικία που αντιμετωπίζουν οι φτωχοί στις μέρες μας, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη διαπλοκή, τη διαφθορά και την ατιμωρησία των ισχυρών, δημιουργούν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα. Μακάρι να μη χυθεί αίμα, αλλά πολύ το φοβάμαι. Γι’ αυτό και στο μυθιστόρημά μου θριαμβεύει τελικά ο έρωτας, η ζωή, το αντίθετο του αιματοκυλίσματος. Ως ξόρκι και ως αντίδοτο. Ως ελπίδα.
― Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι προϊόν μυθοπλασίας; Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα σε σένα και στον κεντρικό σου ήρωα;
Ναι, πρόκειται για καθαρόαιμη μυθοπλασία, και οι όποιες ομοιότητες του πρωταγωνιστή μου μ’ εμένα, σχετίζονται με όλα όσα θεώρησα απαραίτητα για να τον κάνω πειστικό. Τον έβαλα να έχει παρόμοια ηλικία με τη δική μου, και να κατάγεται από τη συνοικία όπου μεγάλωσα. Από κει και πέρα, η ίδια η ιστορία που αφηγούμαι, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την προσωπική μου ζωή. Άλλωστε, με τόσα έργα μυθοπλασίας που έχω δημοσιεύσει, και να ήθελα, δεν θα μπορούσα να αυτοβιογραφούμαι. Η μικρή ζωή μου δεν αρκεί για κάτι τέτοιο. Οι λογοτέχνες που γράφουν πολύ, είναι καταδικασμένοι να επινοούν.
― Ποιο είναι το επόμενο βήμα σου; Γράφεις κάποιο νέο βιβλίο; Αν ναι, πότε θα εκδοθεί;
Κατ’ αρχάς, οι εκδόσεις Ίκαρος ετοιμάζονται να επανεκδώσουν το μυθιστόρημά μου «Λούλα», το φθινόπωρο που μας έρχεται. Όσο για νέο βιβλίο, έχω σχεδόν ολοκληρώσει τη μυθιστορηματική διασκευή ενός κλασικού νεοελληνικού έργου. Πρόκειται για το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα, το οποίο έχω μεταφέρει σ’ ένα όχι-και-τόσο-μακρινό μέλλον, όπου ο πλανήτης μας έχει οικολογικά καταστραφεί και οι άνθρωποι ζουν ανάμεσα σε ερείπια της υψηλής τεχνολογίας.
― Ποια είναι η σχέση σου με το αναγνωστικό κοινό; Υπάρχει επαφή; Έχεις την ευκαιρία να συναντάς τους «αναγνώστες» σου και να συνομιλείς μαζί τους;
Μέχρι πέρυσι κάτι τέτοιο συνέβαινε κυρίως μέσα από τις διάφορες εκδηλώσεις-παρουσιάσεις των βιβλίων μου, είτε σε βιβλιοπωλεία είτε σε διάφορους πολιτιστικούς χώρους. Παρότι συχνά κάποιοι μού έγραφαν, άλλοτε επιστολές κι άλλοτε e-mail. Αφότου μπήκα στο Facebook, όμως, η γραπτή επικοινωνία με τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μου πύκνωσε ανησυχητικά. Πράγμα που με χαροποιεί αφάνταστα, όσο κι αν με εξουθενώνει κάποτε. Η δουλειά του συγγραφέα είναι η πιο μοναχική δουλειά στον κόσμο, γι’ αυτό εξάλλου ρίχνομαι κατά καιρούς με τα μούτρα σε εξωστρεφείς δραστηριότητες, όπως είναι φέρ’ ειπείν το ζωντανό ραδιόφωνο. Κατά έναν ανάλογο τρόπο απολαμβάνω και την επαφή μου, με όσες και όσους διαβάζουν τα βιβλία μου, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, που κάνω καθημερινά εκπομπές στα ερτζιανά, «στο Κόκκινο», επιχειρώ να τα συνδυάσω και τα δύο.
— Από τα «Κομματάκια» ώς την «Πιο κρυφή Πληγή». Κάνοντας έναν απολογισμό της έως τώρα συγγραφικής σου πορείας, αισθάνεσαι «γεμάτος», έχεις πραγματώσει τους στόχους που έθετες ως πρώιμος συγγραφέας;
Το αστείο είναι ότι έχω μάλλον ξεχάσει τι περνούσε από το μυαλό μου, όταν ξεκινούσα πριν από σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια. Επιπλέον οι στόχοι που βάζει κανείς, αλλάζουν καθώς προχωράει και εξελίσσεται. «Γεμάτος», πάντως, δεν αισθάνομαι. Παραμένω τόσο ανικανοποίητος, όσο χρειάζεται για να είμαι σε θέση να συνεχίζω.
Πρωτοεμφανίστηκε με τη σταδιακά δημοσιευμένη τριλογία Kομματάκια (1979), Διόδια (1982),Tα τζιτζίκια (1985), που κυκλοφόρησε σ’ έναν τόμο το 2003, με τον γενικό τίτλο H γενιά μου. Kαι ακολούθησαν: H αυτοκρατορική μνήμη του αίματος (1992), O εργένης (1993), Έμμονες ιδέες (1995), Λούλα (1997), Tο παιχνίδι (1998), Bαθύς και λυπημένος, όπως κι εσύ (1999), H απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας (2000), Mαύρος γάμος (2001), Aκούει ο Σημίτης Μητροπάνο; (2001), H δική μου Αμερική (2002), H επινόηση της πραγματικότητας (2003), Xάσαμε τον Μπαμπά (2005), Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2005), Φίλοι (2006), Aρχαία συνταγή: Hρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός (2006), H Mεγάλη Άμμος (2007), Aπέραντα άδειο σπίτι (2009), Ιστορίες της Λίμνης: Το παιχνίδι, Βαθύς και λυπημένος όπως κι εσύ, Απέραντα άδειο σπίτι (2011), Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας (2012), Η πιο κρυφή πληγή (2012). Συνολικά έχουν τυπωθεί περισσότερα από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων του. Από τα έργα του: O εργένης μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, τα Διόδια και διηγήματα από τα Kομματάκια και τις Έμμονες ιδέες στην τηλεόραση. Έχει ακόμη γράψει το σενάριο της ταινίας H φανέλα με το εννιά και της τηλεταινίας O μικρός ηλεκτρολόγος, και έχει διασκευάσει για το θέατρο το Παραμύθι χωρίς όνομα. To 2011 συμμετείχε στο 9ο Φεστιβάλ Μεσογειακής Λογοτεχνίας στην Ιταλία. Το προσωπικό αρχείο του βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.