«Η Αγκίδα» διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή«Η Αγκίδα»

Διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή

Ο Γιώργης ο Μάντακας ήταν μεγάλος μάστορας. Τα χέρια του έπαιρναν την πέτρα και της μιλούσαν, έδιναν σχήμα και φωνή σε όσα έφτιαχνε. Είχε φτιάξει γιοφύρια, σπίτια ακόμα και σχολειά. Το μεγάλο του μεράκι όμως ήταν να φτιάξει ένα καμπαναριό. Καθόταν και χάζευε τις εκκλησιές με τα ψηλά καμπαναριά και τα λελέκια στην κορφή τους και με τα μάτια της ψυχής του σχεδίαζε καινούριες καμάρες, πιο ωραίες και πιο δεμένες, να χωράνε απάνω τις καμπάνες της Αγιά – Σοφιάς. Δεν έλαχε ακόμα να του ζητήσουν να φτιάξει ένα, αν και είχε χτίσει μερικές εκκλησιές, ωραίες εκκλησιές, με πέτρα πελεκητή. Όταν λοιπόν του διάβασε ο δάσκαλος το γράμμα με την παραγγελιά, πέταξε από τη χαρά του: Σ’ ένα χωριό πάνω στο Βελούχι, ένας μετανάστης από την Αμερική είχε κάνει τάμα να χτίσει το καμπαναριό. Δούλεψε σκληρά πολλά χρόνια, έφτιαξε λεφτά και θυμήθηκε το τάμα του: Να γίνει το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου στο χωριό του, να μπει και μια πλάκα με το όνομά του σαν μέγα ευεργέτη, να τον θυμούνται και να τον σχωρνάνε οι χωριανοί στους αιώνες των αιώνων.

Ο Γιώργης δεν είχε περάσει ποτέ απ’ το χωριό αυτό. Είχε φτιάξει όμως μια εκκλησιά κι ένα γιοφύρι στη Μακρακώμη. Είχαν πάει με το τσούρμο του πριν από κάμποσα χρόνια και είχαν μείνει απ’ τον Ευαγγελισμό μέχρι τον Αη –Δημήτρη. Όταν έφυγαν, άφησαν πίσω τους τα σημάδια της τέχνης του Γιώργη, τέχνης αψεγάδιαστης. Κι έτυχε τη χρονιά που μιλάμε να τον θυμηθούν ξανά, και να πώς: Μόλις είχε μπει ο Νοέμβρης και ο επίτροπος του Αγίου Γεωργίου άρχισε να ψάχνει για μαστόρια να χτίσουν το καμπαναριό, ο δεσπότης τους σύστησε τον Γιώργη τον Μάντακα: «Μεγάλος τεχνίτης, τέκνον μου», είπε στον κυρ – Θανάση τον Μπακατσούλια, τον πρόεδρο του χωριού. Ο κυρ – Θανάσης ο Μπακατσούλιας φώναξε τον επίτροπο του Αγίου Γεωργίου : «Αυτόν τον Μάντακα να φωνάξεις, κυρ – Απόστολε. Μου τον είπε ο ίδιος ο δέσποτας για καλόν μάστορα. Στείλ΄του μια γραφή να ‘ρθει εδώ να φτιάξουμε το τάμα τ’ Αμερικάνου». Λίγες μέρες μετά η γραφή έφυγε από τον κύριο Απόστολο «τη εντολή του προέδρου κυρίου Αθανασίου Μπακατσούλια» και κατά τον Αντριά έφτασε στα χέρια του.

Ο Γιώργης όλον το χειμώνα έψαχνε να βρει ποιόν θα πάρει μαζί του. Ήταν το όνειρο της ζωής του, δεν χωρούσαν εδώ μεσοβέζικες λύσεις. Κατέληξε στον Σωτήρη τον Φούρκα, μεγάλος μάστορας κι αυτός. Φόρτωσαν τα εργαλεία στα μουλάρια, πήραν και τους παραγιούς τους και ξεκίνησαν, πέντε νοματαίοι όλοι μαζί. Έφτασαν στο χωριό λίγες μέρες μετά την Καθαροδευτέρα. Τα χιόνια στο Βελούχι είχαν αρχίσει να λιώνουν και οι μυγδαλιές είχαν σκάσει τα πρώτα χαμόγελα της άνοιξης. Τους υποδέχτηκαν ο πρόεδρος, ένας αγαθός ανθρωπάκος, κοντός, γεμάτος, χαρωπός, που έστριβε συνέχεια τα μουστάκια του με ικανοποίηση για το μεγάλο έργο που θα γίνονταν στο χωριό επί προεδρίας του και ο επίτροπος. Σε αντίθεση με τον αγαθό πρόεδρο, ο κ. Απόστολος Τζιούμης, επίτροπος του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου, ήταν στεγνός, κιτρινιάρης και με μικρά μάτια που σε τρυπούσαν ως το κόκκαλο. «Διορισθείς παρά της εθνικής κυβερνήσεως του Ιωάννου Μεταξά» ως έμμισθος υπογραμματεύς του Ειρηνοδικείου Λαμίας, είχε πάει στο χωριό ένα χρόνο πριν και εκτελούσε χρέη γραμματέως της Κοινότητας. Στην πραγματικότητα, όλα περνούσαν από το χέρι του, «απολαμβάνων την απόλυτον εμπιστοσύνην αυτού ιδίου του εθνικού μας κυβερνήτου», όπως του άρεσε να λέει παντού.

Κονάκεψαν στο χάνι του χωριού, «ιδίαις δαπάναις» τους είπε ο κύριος Απόστολος, αλλά ο Γιώργης δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό. Εκείνο που καταλάβαινε ήταν ότι δεν θα τα πάει καλά με τον επίτροπο. Ήταν κάτι επάνω του που δεν του άρεσε του μάστορα. Τα στενά, σφιχτά του χείλια; Τα μικρά του μάτια; Το ανασηκωμένο φρύδι του που τους κοιτούσε σαν να τους έφτυνε; Οι κουβέντες του, ακαταλαβίστικες και περισπούδαστες; Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε καλά καλά. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι όποτε τον κοιτούσε ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. «Άει στο διάολο με δαύτον», συλλογίστηκε, «να τελειώνουμε να πάρουμε τις φλούδες[1] να καψαλίσουμε [2]».

Από την άλλη μέρα κιόλας άρχισαν τη δουλειά. Πήγαν, είδαν, μέτρησαν, έριξαν τα ράμματα και άρχισαν να ψάχνουν για την πέτρα. Γεμάτος ο τόπος, δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν ένα καλό νταμάρι. Την έβγαλαν, την κουβάλησαν με τα ζώα και άρχισαν να την πελεκάνε, να φτιάξουνε τα αγκωνάρια πρώτα απ’ όλα. Μια μέρα, εκεί που ο Γιώργης πελεκούσε την πέτρα, είδε να περνάει μπρος του η Λενιώ. Του έπεσε το σφυρί απ’ το χέρι. «Τι αγκίδα[3] είναι αυτή ωρέ Σωτήρη;» είπε στον συνεταίρο του. «Αόρματη,[4] αλλά μη γυαλίζεσαι[5], δεν κάνει» «Την ξέρεις;» τον ξαναρώτησε ο Γιώργης. «Ναι. Είναι η θυγατέρα του πρόεδρου». Ο Γιώργης ο Μάντακας θα το είχε αφήσει να περάσει έτσι, στο κάτω κάτω τι δουλειά είχε αυτός με τη θυγατέρα του πρόεδρου; Αλλά ο Σωτήρης πρόσθεσε: «Την έχει ταγμένη στον γραμματικό, αλλά αυτή δεν τον εθέλει».

Από εκείνη τη στιγμή ο Γιώργης αντιπάθησε ακόμα περισσότερο τον κύριο Απόστολο Τζιούμη, γραμματέα της Κοινότητος. Ακόμα παραπάνω. Τον μίσησε. Τον σκεφτότανε τις νύχτες να ακουμπάει τα βρωμόχερά του πάνω της κι ανατρίχιαζε. Τον έβλεπε τις μέρες να κάνει τις τσιριμόνιες του στη Λενιώ και να καμαρώνει μπροστά στους άλλους χωριανούς και του ερχότανε να τον πετάξει στο λάκκο με τον ασβέστη. «Τι σε κόφτει εσένα ρε μέκο[6];» του έλεγε ο Σωτήρης. «Αει να τελειώνουμε να πάρουμε τα λεφτά να πάμε σπίτια μας».

Προχωρούσε λοιπόν η δουλειά και το καμπαναριό είχε σχεδόν τελειώσει. Μόνο τα δοκάρια για να κρεμάσουν την καμπάνα ήθελαν να βάλουν ακόμα και κάτι μερεμέτια. Ξημέρωνε της Παναγιάς. Δεν θα δούλευαν, είχε πανηγύρι στο χωριό. Είπαν μάλιστα να ανάψουν και ένα κερί, να τους φυλάει η Χάρη Της. Πλύθηκαν, ξουρίστηκαν, έβαλαν τα καλά τους και πήγαν στην εκκλησιά σαν όλους τους Χριστιανούς. Ο Γιώργης δεν ήταν και πολύ της εκκλησίας, αλλά από τη μια ο Σωτήρης που μικρός είχε κάνει παπαδοπαίδι – μέχρι που τον έπιασε ο παπάς να κλέβει τσάγαλα από το χωράφι του και τον έδιωξε, αφού του μαύρισε τα πισινά με τη βέργα – από την άλλη η Παναγιά που είχε το όνομα της μάνας του που την έχασε μικρός, ε, πώς να γίνει, ένα κερί θα το άναβε κι αυτός στη Μεγαλόχαρη.

Μπήκαν μέσα και στάθηκαν σε μια άκρη. Ο Γιώργης δεν είχε σκοπό να κάτσει μέχρι το τέλος. Ένα κερί και θα έφευγε. Την ώρα όμως που σκέφτονταν να φύγει, μπήκε μέσα κι ο πρόεδρος με τη γυναίκα του και τη Λενιώ. Δεν ήταν σίγουρος, αλλά του φάνηκε ότι η Λενιώ τον κοίταξε για λίγο. Έμεινε μέχρι το «Δι’ ευχών». Μέχρι τότε, είχε πια βεβαιωθεί. Η Λενιώ τον κοιτούσε συνέχεια. Ο Γιώργης έστρεφε συνέχεια τα μάτια του προς το μέρος της και συναντούσε τα δικά της που του έριχναν κλεφτές ματιές. Η προσοχή του ήταν ολοκληρωτικά πάνω της και η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί πάνω στην πέτρα. Αν δεν ήταν τόσο απορροφημένος, θα έβλεπε τα μάτια του κυρίου Αποστόλου Τζιούμη που από τη θέση πίσω απ’ το παγκάρι κάρφωναν τον Γιώργη σαν πηρούνια.

Το βράδυ στο πανηγύρι έπιασαν ένα τραπέζι και κάθισαν σε σημείο που να μπορεί να βλέπει το τραπέζι του πρόεδρου που κάθονταν μαζί με τη γυναίκα του, τη Λενιώ και, βεβαίως, τον κύριο Απόστολο Τζιούμη. Ο κυρ – Θανάσης ο Μπατρακούλιας είχε τα μεγάλα του κέφια. Η Θανάσαινα δίπλα του είχε στολιστεί σαν επιτάφιος. Ο κύριος Απόστολος είχε χτενίσει «μετά μεγίστης επιμελείας» τα λιγοστά μαλλιά του και είχε περιποιηθεί το κολοβό μουστάκι του. Στεκόταν δίπλα στη Λενιώ και, χωρίς να την αγγίζει, έδειχνε σε όλους ότι το τρόπαιο ήταν δικό του και κανενός άλλου. Μόνο η Λενιώ κάθονταν μαραμένη κι έτοιμη να κλάψει. Γύρισε τα μάτια της προς το μέρος του Γιώργη. Του έριξε ένα βλέμμα ικεσίας, σαν να του έλεγε: «Πάρε από δω, σε παρακαλώ, πάρε με από δω, δεν τον αντέχω, δεν τονε θέλω, πάρε με, πάρε με, ίσα που προλαβαίνεις, πάρε με….».

Το αίμα χτυπούσε στα μηνίγγια του. Να τον αρπάξει τον λαδοπόντικα, να του βγάλει με μια γροθιά όλα του τα δόντια, να τον κάνει τόπι στο ξύλο! Αλλά πάλι, συλλογιόταν, πώς; Τι θα γίνονταν μετά; Θα τον άρπαζαν οι χωροφυλάκοι και θα τον έστελναν στη φυλακή, μπορούσε να τα βάλει αυτός με ανθρώπους με την επιρροή του κυρίου Αποστόλου Τζιούμη; Κι ο Σωτήρης; Και οι παραγιοί; Τι θα γίνονταν αυτοί μετά; Από τόσο δρόμο τους έφερε, τι θα έκαναν; Έβραζε στο ζουμί του. Ξύδι του φαινότανε το κρασί και χώμα το ψητό.

Κάποια στιγμή, ο πρόεδρος ζήτησε από τα όργανα να πάψουν. Σηκώθηκε με επισημότητα κι άρχισε: «Χωριανοί μου. Με μεγάλη μου χαρά θέλω να σας αναγγείλω ένα χαρμόσυνο γεγονός: Σήμερα, ο γραμματικός μας ο κυρ-Απόστολος από δω, μου ζήτησε το χέρι της Λενιώς μου. Δεν ήταν δυνατόν να το αρνηθώ σε ένα τέτοιο άξιο τέκνο της πατρίδας. Αρραβωνιάζω λοιπόν την κόρη μου τη Λενιώ…». Τα υπόλοιπα δεν τα άκουσε ο Γιώργης ο Μάντακας. Το μυαλό του σκοτείνιασε, το αίμα του πάγωσε και ένα σύννεφο του θόλωσε τα μάτια. Έκανε να σηκωθεί επάνω, να φωνάξει, να την πάρει από κει, όμως ένα σιδερένιο χέρι τον έπιασε από τον ώμο και τον κάθισε κάτω. Η φωνή του Σωτήρη ήρθε σφυριχτή στ’ αυτιά του. «Τι πας να κάνεις, ρε μέκο; Κάτσε κάτω και σκάσε!» «Πάμε να φύγουμε, Σωτήρη», έγρουξε, «αλλιώς θα γίνει μεγάλο κακό». Φύγανε, κι ο Γιώργης πότε στέναζε, κλωθοφέρνοντας στο νου του το βλέμμα ικεσίας της Λενιώς και πότε έβριζε τον Τζιούμη, τον πρόεδρο, τη Θανάσαινα και τον Σωτήρη που κι αυτός με τη σειρά του «μέκο» τον ανέβαζε, «αχμάκη» τον κατέβαζε.

Τις υπόλοιπες τρεις – τέσσερις μέρες, όσο που να τελειώσουν το καμπαναριό και να κρεμάσουν την καμπάνα, ο Γιώργης δεν έβγαλε κουβέντα από το στόμα του, παρεκτός από τις απαραίτητες για τη δουλειά. Τέλειωσαν, μάζεψαν τα πράγματα να φύγουν κι αυτός αμίλητος. Το μόνο που είπε στον Σωτήρη ήταν «πάνε εσύ να καθαρίσεις λογαριασμό, εγώ δεν μπορώ». Πήγε ο Σωτήρης, εκεί έμαθε τι θα πει να μένεις στο χάνι «ιδίαις δαπάναις», σκυλόβρισε τον κύριο Απόστολο Τζιούμη, που τον είχε και άχτι λόγω Γιώργη, παζάρεψε με τον πρόεδρο, πήρε τον παρά και έφυγε. Γύρισε πίσω στο χάνι, παζάρεψε και τον χανιτζή, κάτι κατάφερε, και κίνησε να βρει τον Γιώργη να φύγουν. Πουθενά ο Γιώργης. «Πούντος;» ρώτησε τους παραγιούς. «Έφυγε όταν πήγες για να πλερωθείς, μάστορα» του είπαν. «Φόρτωσε τα πράματά του σε ένα μουλάρι κι έφυγε. Μας είπε ότι θα μας περιμένει παρακάτου, στη Μακρακώμη». Ο Σωτήρης κούνησε το κεφάλι του, έπνιξε μια βλαστήμια, φόρτωσε τα πράγματα στα υπόλοιπα μουλάρια και πήρε κι αυτός το δρόμο της επιστροφής.

Μάταια έψαχνε στη Μακρακώμη να βρει τον Γιώργη ο Σωτήρης ο Φούρκας. Άκουσε τα νέα την άλλη μέρα στο χάνι που κονάκεψαν: Λίγες ώρες μετά που έφυγαν, η καινούρια καμπάνα χτύπησε για πρώτη φορά. «Τρεχάτε χωριανοί, κακό μεγάλο στο χωριό μας! Φονικό!» Βγήκαν αλαφιασμένοι οι άνθρωποι στο δρόμο. Φονικό; Τι συφορά ήταν αυτήν πάλι; Ποιός; Πού; Πότε; Γιατί; Είδαν τον παπά να τρέχει φωνάζοντας: «Τρεχάτε! Φονικό! Στο καμπαναριό! Τρεχάτε! Σκοτώθηκαν σας λέω!!!». Μαζεύτηκαν γύρω απ’ το καμπαναριό. Οι άντρες άλαλοι. Οι γυναίκες έπιαναν τα μάγουλα και σκλήριζαν. Ο Γιώργης ο Μάντακας ήταν πεσμένος μπρούμυτα χάμω. Δίπλα του η Λενιώ. Μια κόκκινη γραμμή έβγαινε από το στόμα της και τα σβησμένα μάτια της κοιτούσαν το μαχαίρι που κρατούσε. Το είχε βγάλει από την πλάτη του Γιώργη που του το είχε καρφώσει ο κύριος Απόστολος Τζιούμης και το είχε μπήξει στα στήθια της, αφού πρώτα είχε χτυπήσει μ’ αυτό πολλές φορές τον «απολαμβάνοντα την απόλυτον εμπιστοσύνην αυτού ιδίου του εθνικού μας κυβερνήτου» όπως αρέσκονταν να αποκαλείται ο έμμισθος υπογραμματεύς του Ειρηνοδικείου Λαμίας, εκτελών χρέη γραμματέως της Κοινότητος και επίτροπος του Αγίου Γεωργίου, που τώρα πια βρίσκονταν ο μισός με το κεφάλι μέσα στον ασβεστόλακκο, δίπλα στο καμπαναριό, το όνειρο ζωής του Γιώργη του Μάντακα.

______________________________________

[1] φλούδες στη μαστόρικη διάλεκτο = λεφτά

[2] καψαλώ = φεύγω

[3] αγκίδα = κοπέλα

[4] αόρματη = όμορφη

[5] γυαλίζομαι = φαίνομαι, φανερώνομαι

[6] μέκος = ανόητος, χαζός

 

 

 

Ο Αχιλλέας Ε. Αρχοντής

Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Γεννήθηκε το 1964 στην Αγιά της Λάρισας, όπου ζει και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, λογιστής. Λάτρης του «ερασιτεχνικού» θεάτρου -ενεργό μέλος της τοπικής θεατρικής ομάδας από το 1991- της λογοτεχνίας, της παράδοσης, της ιστορίας και της μυθολογίας, είναι ένας απ’ τους δημιουργούς της σύγχρονης (2013), ηλεκτρονικής πλέον, έκδοσης των «Αγιώτικων Νέων», της εφημερίδας του ΜΠΣ Αγιωτών «Μιλτιάδης Δάλλας».