«Το Δόντι»
Διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή
Ο κυρ – Θωμάς ο Μπάκος ήτανε ονομαστός στο χωριό μας. Νοικοκύρης καλός, με αμπέλια, με ελιές, με ζώα και με ένα τρίπατο σπίτι στην άκρη του χωριού. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από χρόνια και του άφησε το Χαρικλάκι. Αυτή ήταν η παρηγοριά του κυρ – Θωμά. Αυτή και το φαϊ. Όταν λέμε φαϊ, εννοούμε φαϊ, όχι αστεία. Άμα στρωνότανε κάτω, καθάριζε μισό αρνί, έτσι, για να του φύγει η λιγούρα απ’ τη σούβλα με το κοκορέτσι που είχε καταβροχθίσει νωρίτερα. Και μετά, μισό ταψί μπακλαβά για τη χώνεψη. Για τέτοια πράγματα σας λέω… Ήταν γύρω στις εκατόν τριάντα οκάδες. Όταν ήθελε να σηκωθεί απ’ το τραπέζι, χρειάζονταν δυο γεροί άντρες για να τον σηκώσουν και να τον πάνε στο κρεβάτι του. Έπεφτε να κοιμηθεί και απ’ το ροχαλητά του ξυπνούσαν τα ζώα στο στάβλο. Κατά τα άλλα, ήταν μια χαρά άνθρωπος. Είχε το δικό του – ειδικά φτιαγμένο στα μέτρα του – στασίδι στην εκκλησία, καμιά πενηνταριά ανθρώπους στη δούλεψη του, κομπόδεμα γερό, χοντρή χρυσή καδένα στο γελέκο του και τη φωτογραφία του παππού του, του κοτσάμπαση, στην καλή τη σάλα. Από μεγάλο σόι ο κυρ – Θωμάς, καμάρωνε πάνω απ’ όλα για τον ένδοξο πρόγονό του. Είχε και μια αδερφή, την Κατίνα, που μεγάλωνε την μονάκριβη κόρη του, το Χαρικλάκι του.
Το Χαρικλάκι δεν έμοιαζε και πολύ του πατέρα της. Ενώ αυτός ήταν ψηλός, μελαχροινός – πριν ασπρίσουν τα μαλλιά του και οι απέραντες μουστάκες του – και τεράστιος, η κόρη του ήταν λεπτοκαμωμένη και ξανθιά, ίδια η μάνα της. Ίσως γι’ αυτό της είχε τόση αδυναμία ο κυρ – Θωμάς, επειδή του θύμιζε το σχωρεμένο το Σοφάκι του, που έσβησε μια βραδιά από την κακιά αρρώστια. Έτρεμε το φυλλοκάρδι του κυρ – Θωμά για το κορίτσι του. Ήθελε να τη δει νυφούλα με έναν καλό νοικοκύρη, να μην κακοπέσει, να του κάνει εγγόνια. Λαχταρούσε μια εγγόνα να την φωνάξει ο νουνός της «Σοφία» και να κεράσει όλο το χωριό, να φωνάξει τα κλαρίνα, να κόψει εικοσπέντε αρνιά (όσα τα χρόνια της γυναίκας του όταν πέθανε) και να τρώνε και να γλεντάνε όλοι κάτω απ’ τα πλατάνια της πλατείας.
Όμως ο έρωτας είχε άλλα σχέδια. Ο κυρ – Σωτήρης ο Σιόρας ήτανε ο μπακάλης του χωριού. Κι αυτός καλός νοικοκύρης, με μαγαζί καλό, αγόραζε το λάδι, το κρασί, το τυρί και τ’ άλλα τα γεννήματα του Θωμά αλλά και όλων των γύρω χωριών και τα πουλούσε στα μεγάλα μπακάλικα στις πόλεις, βγάζοντας από το ένα άλλα τρία. Δάνειζε με τόκο σ’ όσους είχαν ανάγκη με ενέχυρο τα χτήματά τους που αυγάτιζαν σιγά σιγά την περιουσία του κυρ – Σωτήρη. Ο Θωμάς δεν τον πολυχώνευε, αλλά του αγόραζε όλα του τα πράματα σε πολύ καλή τιμή – καλύτερη απ’ τους υπόλοιπους – και τα λεφτά στην ώρα τους και ακέρια. Νταν, νταν, έπεφτε η λίρα και τότε ο Θωμάς φώναζε στην Κατίνα να φέρει κανα μεζέ – το λιγότερο πενήντα κεφτέδες – και κρασί για «να το βρέξουνε».
Ο Σωτήρης ο Σιόρας πάλι, είχε ένα γιο: Τον Βαγγέλη με τ’ όνομα. Καλό παιδί, όμορφος, αψηλός, θα κληρονομούσε μια μέρα το μαγαζί και την περιουσία του πατέρα του. Στο στρατό μάλιστα, όπου είχε υπηρετήσει ως «νοσοκόμος κτηνών», είχε μάθει και μερικά πρακτικά γιατρικά. Κομπογιαννίτικα, που όμως ανακούφιζαν προσωρινά τον πόνο. Ήξερε να κόβει βεντούζες με το τσιάρκι για να φεύγουν τα παλαβά τα αίματα, να βάζει αβδέλες και βυζακάνια και να βγάζει χαλασμένα δόντια. Είχε κάτι τεράστιες τανάλιες, άνοιγε το στόμα του άρρωστου, του ‘βαζε σκάρφη να λιγοστέψει τον πόνο και μετά το τραβούσε με τη μια έξω. Είχε βρει και μια πολυθρόνα ενός μπαρμπέρικου και την έστησε σε μια γωνιά του μαγαζιού να περιποιείται τους ασθενείς του. Ο Σωτήρης γκούβριζε κάθε φορά που ο Βαγγέλης δεχότανε ασθενείς στο μαγαζί του, αλλά το παραδάκι έπεφτε στο κεμέρι του και αύξαιναν τα μασούρια με τις λίρες στον μπεζαχτά του.
Ο Βαγγέλης έβλεπε κάθε Κυριακή το Χαρικλάκι στην εκκλησία – ο πατέρας του μάλιστα ήταν επίτροπος- και στέναζαν τα φυλλοκάρδια του. Όταν έβγαινε ο δίσκος με τη λεβάντα ακολουθούσε τον πατέρα του για να αρωματίσει τα χέρια των πιστών που έριχναν στο δίσκο την δεκαρούλα τους – ο Θωμάς έριχνε από δίφραγκο κι απάνω – στέκονταν λίγο παραπάνω μπροστά στο Χαρικλάκι και γιόμιζε τα χέρια της με λεβάντα. Τότε εκείνη, κατέβαζε τα μάτια και έβγαζε με τρόπο το μαντήλι της για να το βρέξει με τη λεβάντα που έριχνε ο Βαγγέλης. Μια, δυο φορές, η θειά της την πήρε χαμπάρι: «Μωρή! Με τον μπακαλόγατο πας να μπλέξεις; Εσένα άλλη είναι η θέση σου! Άμα το μάθει ο πατέρας σου, θα σε κλειδώσει μέσα, κακομοίρα μου!» Το Χαρικλάκι όμως δεν την άκουγε. Καθόταν τις νύχτες και κοίταζε απ’ το παραθύρι μην περάσει ο Βαγγέλης, μέχρι που η Κατίνα την τραβούσε μέσα σχεδόν με το ζόρι.
Στο πανηγύρι του Αη – Λιά ο Βαγγέλης βρήκε τρόπο, πάνω στο χορό, να πιάσει το μαντήλι από το Χαρικλάκι. «Μάτια μου εσύ» της ψιθύρισε, «αχ και να σε έκανα ταίρι μου». «Άμα με θες» του αντιγύρισε το Χαρικλάκι, «στείλε προξενιά στον πατέρα μου να με ζητήσεις». Αυτό ήταν. Ο Βαγγέλης όλη την ώρα κοιτούσε μια το Χαρικλάκι και μια τον Θωμά που ήταν απορροφημένος πάνω από ένα ψητό. Μόλις ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα έστειλε να φωνάξουν την κυρά Μαγδάλω. «Θειά», της είπε, «να πας να μου προξενέψεις το Χαρικλάκι του κυρ – Θωμά του Μπάκου» και της έχωσε στη χούφτα μια λίρα! Η κυρά Μαγδάλω, που τις λίρες τις είχε μόνο ακουστά η φουκαριάρα, γούρλωσε τα μάτια κι έτρεξε να βρει την Κατίνα. «Πες του Θωμά», της είπε, «ότι το βραδάκι μετά τον εσπερινό θα περάσω απ’ το σπίτι που κάτι τόνε θέλω». Η Κατίνα συνοφρυώθηκε. Ήξερε φυσικά ότι η Μαγδάλω έκανε όλα τα προξενιά στο χωριό – κι ακόμα μακρύτερα – αλλά δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει ποιόν ήθελε να τους προξενέψει. Προσπαθούσε να σκεφτεί ποιός ήταν εργένης στο χωριό, κατάλληλος για το Χαρικλάκι: «Τον Κώτσιο τον Μπούκουρα; Μπα! Αυτός είναι χήρος με τρία παιδιά, αποκλείεται, δεν τη δίνουμε εκεί. Τον Φώτη τον Γιαννούλα; Άσε με βρε, αυτός είναι μισή μερίδα, δεν θα το χαραμίσουμε το κοριτσάκι μας. Τον Βαγγέλη τον Σιόρα; Μμμμμμ! Σιγά τον μπακάλη που θέλει να γίνει και γαμπρός μας!»
Αυτά σκέφτονταν και αυτά είπε στον αδερφό της. Ο Θωμάς ο Μπάκος ξεκοκκάλιζε ένα μανάρι με πατάτες στη γάστρα – μεγαλείο πράγμα! μπερκέτι! – και άκουγε. «Καλά», της είπε μόλις άδειασε και την τσανάκα με το γιαούρτι, «άσε και θα δούμε» και πήγε να πέσει για το συνηθισμένο μεσημεριάτικο ροχάλισμα, να χωνέψει λιγάκι. Το βραδάκι, όταν ήρθε η κυρα – Μαγδάλω, είχε ακόμα λίγο φούσκωμα, που όμως του έφυγε αμέσως από τη λαχτάρα του όταν άκουσε ποιόν του προξένευαν για την κόρη του. «Τον μπακάλη μωρή θα δώσω στην κόρη μου; Ξέρεις ποιός είμαι εγώ; Εμένα ο παππούς μου ήταν κοτσάμπασης στο χωριό, δεν θα τη δώσω εγώ σε παρακατιανό!» «Μα κυρ –Θωμά μου», προσπάθησε να πει η Μαγδάλω φρίττοντας στην ιδέα ότι θα έπρεπε να αποχωριστεί τη λίρα, «ο κυρ- Σωτήρης μας είναι καλός νοικοκύρης! Κι ο Βαγγέλης ένα παλληκάρι χαρά θεού! Θα το κάνει το Χαρικλάκι μας ευτυχισμένο, κυρά κι αρχόντισσα θα την έχει» «Και τάχατες εγώ δεν την έχω αρχόντισσα, μωρή Μαγδάλω;» άστραψε και βρόντηξε ο Θωμάς, «ξέρεις πόσα προξενιά γύρισα πίσω; Φεύγα κυρά-Μαγδάλω και πε του ότι ο Θωμάς ο Μπάκος δεν τη δίνει την κόρη του σε παρακατιανό, που να του βγάλεις όλα τα δόντια με την τανάλια!» Η προξενήτρα έφυγε απαρηγόρητη για τη λίρα που έχασε κι ο κυρ – Θωμάς, για να ηρεμήσει, έφαγε μια κατσαρόλα καπαμά, αλλά δεν του πιάστηκε. Τέτοια σύγχυση είχε….
Ο Βαγγέλης φαρμακώθηκε από τα λόγια του Θωμά που του μετέφερε η Μαγδάλω, τόσο πολύ που ξέχασε να της ζητήσει τη λίρα πίσω. Ο πατέρας του κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία για την πρωτοβουλία του Βαγγέλη, αλλά για συμπαράσταση προς το γιό του έδωσε χαμηλότερη τιμή στον Θωμά. Βέβαια, στο παζάρεμα αναγκάστηκε να την ανεβάσει, αυτός όμως μια φορά την κίνηση την έκανε. Πώς, έτσι θα περνούσε μια τέτοια προσβολή; Όσο για το Χαρικλάκι, δάγκωσε τις γωνιές από το μαξιλάρι της όταν έμαθε τα καθέκαστα και κάθε βράδυ το μούσκευε στο κλάμα.
Μετά από λίγο καιρό, ήτανε τ’ Αη – Κοσμά και ο κυρ Θωμάς ο Μπάκος ήταν καλεσμένος στο σπίτι του ξάδερφού του που γιόρταζε. Γνωστός φαγάς κι ο Κοσμάς ο Μπάκος –δυο αδερφών παιδιά ήτανε – καμάρωνε τη μέρα της γιορτής του. Ετοίμαζε αρνιά, κοκορέτσια, κεμπάπια, πίτες, γιαπράκια, ό,τι τραβούσε η όρεξη, και είχε φυλαγμένο για κείνη τη μέρα δυο νταμιτζάνες με το καλύτερο κρασί του. Κάθε χρόνο, την Κυριακή του Θωμά και του Αη – Κοσμά, γινότανε ένα μεγάλο γλέντι με τους συγγενείς και φίλους τους και ένας μεγάλος αγώνας ανάμεσα στα δυο ξαδέρφια ποιός θα καταβροχθίσει τα πιο πολλά. Έτσι κι εκείνο το βράδι, είχαν πάρει φωτιά οι μασέλες τους και άλεθαν σαν μυλόπετρες. Και τότε έγινε το κακό: Ξάφνου, ο Θωμάς βγάζει ένα μουγκρητό, γουρλώνει τα μάτια του και πιάνει το μάγουλό το. Τρέξαν αμέσως ταραγμένοι όλοι οι καλεσμένοι πάνω στο Θωμά. Αυτός δεν τους έδωσε καμία σημασία, μόνο έπιανε το μάγουλό του και μούγκριζε σαν μοσχάρι απ’ τον πόνο. «Δόντι είναι» είπε ένας. «Και τώρα;» πετάχτηκε κάποιος άλλος. «Τώρα», είπε ένας τρίτος, «μόνο μια λύση υπάρχει: Ο Βαγγέλης ο Σιόρας». Πάγωσαν όλοι στη μεγάλη σάλα στο άκουσμα του ονόματος του Βαγγέλη. Μέχρι κι ο Θωμάς σταμάτησε για μια στιγμή να μουγκρίζει και έριξε μια ματιά ανάμικτη με οργή και πόνο σ’ αυτόν που ξεστόμισε αυτή τη βλάσφημη κουβέντα. Μια σουβλιά όμως στο δόντι του τον έκανε να αρχίσει ξανά τα μουγκανητά. Ο Κοσμάς το σκεφτότανε: Από τη μια ο Βαγγέλης που απορρίφθηκε από γαμπρός και που ο ξάδερφός του δεν ήθελε να τον ακούει και να τον βλέπει. Από την άλλη ο Θωμάς που είχε διπλωθεί – όσο του το επέτρεπε τέλος πάντων η τεράστια κοιλιά του – στα δυο από τον πόνο και που βέλαζε και μούγκριζε. «Θανάση», είπε σε έναν παραγιό του, «τρέχα να φωνάξεις τον Βαγγέλη τον Σιόρα να έρθει στο σπίτι μου γρήγορα! Και να φέρει και τι τανάλιες του. Άειντε, τι χασομεράς, τρέχα σου είπα!»
Μετά από λίγο έφτασε τρέχοντας ο Βαγγέλης. «Ποιός είναι ο άρρωστος;» ρώτησε. Όταν του έδειξαν τον Θωμά που σφάδαζε, ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. «Σε πονάει πολύ, κυρ – Θωμά;» τον ρώτησε μελιστάλαχτα, «για άνοιξε το στόμα σου να δω….» . Ο Θωμάς τον κοίταξε. Την οργή την διαδέχτηκε η απελπισία και την περηφάνεια η απόγνωση. «Μμμμμμ… μμμμμμμ!!!!» του είπε και άνοιξε το στόμα του, παραδομένος πια στα χέρια του επίδοξου παρακατιανού γαμπρού του. Ο Βαγγέλης έβγαλε απ’ την τσάντα του μια τανάλια και την άπλωσε μπροστά στο πρόσωπο του Θωμά. Γούρλωσε τα μάτια με τρόμο ο καημένος όταν είδε το σαρδόνιο χαμόγελο του Βαγγέλη την ώρα που έβαζε το χέρι του στο στόμα να του βάλει λίγη σκάρφη για να του ναρκώσει το δόντι. «Πάει, θα με φαρμακώσει», σκέφτηκε μέσα στον πανικό του. «Μην ανησυχείς», του είπε ο Βαγγέλης, είναι για να σου πάρει λίγο τον πόνο για να μπορέσω να στο βγάλω. Αλλά πάλι, άμα δε θες, στο αφήνω όπως είναι» «Μμμμμ!!!» έκανε ο Θωμάς κοιτώντας τον με μάτια γεμάτα αγωνία. «Ίσως πάλι να σκέφτεσαι ότι ένας παρακατιανός δεν κάνει να σου βγάλει το δόντι, έτσι κυρ – Θωμά;» «Μμμμμμμ!!!!» μούγκρισε ο Θωμάς κουνώντας έντονα το κεφάλι του αρνητικά. «Βγλτοοοοο…..» μπόρεσε να πει. «Είμαι όμως ακριβός γιατρός» συνέχισε ο Βαγγέλης χώνοντας την τανάλια του βαθιά στο στόμα του Θωμά, κάνοντάς τον να τιναχτεί από τον πόνο. «Τι θα με πλερώσεις να σε κάνω καλά;» Ο Θωμάς έδειξε τρία δάχτυλα του χεριού του. «Τι; Τρείς λίρες;» είπε ο Βαγγέλης. «Μμμμμμ!» κούνησε καταφατικά και με ένταση ο Μπάκος το κεφάλι του. Ο Βαγγέλης γέλασε. «Τι να τις κάνω εγώ τις λίρες, κυρ – Θωμά; Έχω μπόλικες. Εγώ μόνο μια πλερωμή θέλω» είπε βάζοντας την τανάλια απάνω στο δόντι του, «το Χαρικλάκι» και άρχισε να του το τραβά. Σκοτείνιασε ο κόσμος γύρω απ’ τον Θωμά τον Μπάκο. Από τη μια, ο ανυπόφορος πόνος που του τρυπούσε σαν αρίδα το κεφάλι. Από την άλλη ο παππούς του ο κοτσάμπασης. Μια τρομερή σουβλιά μέσα στο κεφάλι του, τον έκανε να πάρει αμέσως απόφαση: «Στο διάολο και ο κοτσάμπασης. Μια χαρά παλληκάρι είναι, και νοικοκύρης, τι μ’ έπιασε και τον έδιωξα; Πονάω! Αχ μάνα μου, πώς πονάω!» είπε από μέσα του και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά απ’ όξω του. «Μου τη δίνεις;» είπε ο Βαγγέλης τραβώντας το δόντι προς τα έξω. «Μμμμμ!» ξαναέγνεψε καταφατικά ο Θωμάς, παραδομένος πια στον ατέλειωτο πόνο και κοιτώντας τον Βαγγέλη με ικεσία και προσμονή. «Το λες εδώ μπροστά σε όλους, στο σόϊ σου και στους φίλους σου, ότι έχω το λόγο σου να πάρω το Χαρικλάκι;» «Μμμμμμ!!! Μμμμ!!!!!!» ξανακούνησε το κεφάλι του με δύναμη ο Θωμάς. «Ωραία λοιπόν» είπε ο Βαγγέλης τραβώντας με δύναμη το δόντι έξω από το στόμα του και δείχνοντάς το στον μισολιπόθυμο Θωμά και στους άλλους που παρακολουθούσαν με αγωνία τη σκηνή, πρόσθεσε: «Αυτό ήταν! Βγήκε! Αύριο θα είσαι καλά. Μπάρμπα» είπε στον Κοσμά, «άστον να κοιμηθεί να ησυχάσει τώρα και πες του ότι του Σταυρού θα πάω να αλλάξουμε τις βέρες».
Ο Κοσμάς, που κατά βάθος συμπαθούσε πολύ τον Βαγγέλη, αλλά δεν το έλεγε στον ξάδερφό του για να μην τον συγχύσει, κρυφογέλασε κάτω απ’ τα μουστάκια του καθώς θυμήθηκε την κουβέντα του Θωμά: «Ο Θωμάς ο Μπάκος δεν τη δίνει την κόρη του σε παρακατιανό, που να του βγάλεις όλα τα δόντια με την τανάλια!» «Αει, παιδάκι μου, πήγαινε στο καλό και μην ανησυχείς για τον πεθερό σου. Μαζί με τον πόνο του πέρασε και το ινάτι. Και να σου πω και κάτι ακόμα, αλλά μην του το πεις ότι στο είπα: Ο παππούς μας, πριν τον κάνει ο αγάς κοτσάμπαση, ήτανε κατσαπλιάς. Άειντε, και καλά στέφανα».