«Οι Φωτιές του Κλήδονα» διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή«Οι Φωτιές του Κλήδονα»

Διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή

Σκουριές Χαλκιδικής – Καλοκαίρι 1964

Ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί ψηλά. Είχε βγει πιο ψηλά απ’ τον Στρεμπενίκο, που δέσποζε με τον επιβλητικό του όγκο στο χωριό. Η Παρασκευούλα του Λιανούδη, με την κοιλιά στα μάτια, είχε βάλει από ώρα τη χύτρα στη φωτιά. Οι δυό της θυγατέρες, η εννιάχρονη Άννα και η μόλις δυό χρονώ Τριανταφυλλιά, ήταν κι αυτές μαζί της, στην αυλή. Η Τριανταφυλλιά προσπαθούσε να ξεμπλέξει ένα κουβάρι από τα μαλλιά της κούκλας που της χάρισε ο νονός της το προηγούμενο βράδυ στο πανηγύρι του Αη – Γιάννη του Κλήδωνα. Είχε καθίσει κατάχαμα, κάτω απ’ την αχλαδιά, και μία με τα χεράκια της τραβούσε τα μαλλιά της κούκλας, μία με τα ματάκια της κοιτούσε τη μάνα της φοβισμένα, μην και τη μαλώσει που χαλούσε το καινούριο της παιχνίδι.

Η Παρασκευούλα όμως είχε άλλες έγνοιες. «Άη – Γιάννης σήμερα», σκέφτηκε. Θυμήθηκε τις φωτιές του Κλήδωνα πριν από δέκα χρόνια. Εκείνο το απόγεμα, ο Μίχος ο Λιανούδης, ένα παλληκάρι από τον απάνω μαχαλά – σ’ αυτόν όπου τώρα ήταν το σπιτικό της – γυρνούσε από τη δουλειά του στα μεταλλεία. Η Παρασκευούλα, καβάλα στο μουλάρι, γυρνούσε κι αυτή στο σπίτι της. Ο πατέρας της την είχε στείλει στ’ αμπέλι για κορφολόϊ. Στη βρύση, στο έμπα του χωριού, σταμάτησε να πιεί και να ποτίσει το ζωντανό. Την ώρα που ξεπέζευε, ο Μίχος είχε τρέξει και της έδωσε το χέρι να τη βοηθήσει να κατέβει. Φουρκισμένη, και με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, του γύρισε την πλάτη και κατέβηκε από την άλλη μεριά. «Για δες εκεί!» σκέφτηκε, «ώρες είναι να μας σχολιάζουν στο χωριό!» Αργότερα όμως, το βράδυ στη φωτιά κάτω στ’ Αλώνι, οι ματιές τους συναντήθηκαν. Την ώρα που, τάχα τυχαία, ο Μίχος πήγαινε να πηδήξει πάνω απ’ τη φωτιά, τα χέρια τους αγγίχτηκαν. Την άλλη βδομάδα, ο μπάρμπα – Λάμπρος ο Καλούδας αρραβώνιασε την κόρη του την Παρασκευούλα με το Μίχο το Λιανούδη.

Παντρεύτηκαν, και είχαν μια ήσυχη ζωή. Ο Μίχος δούλευε στα μεταλλεία. Το μεροκάματο ήταν καλό. Όχι αρκετό, αλλά καλό. Βοηθούσε και το αμπέλι που του έδωσε προίκα ο πεθερός του. Έβγαζε κρασί, καλό κρασί. Ο πατέρας του, ο Γιάννος ο Λιανούδης με τ’ όνομα, του είχε μάθει να φτιάχνει το κρασί. Πριν τον πόλεμο, γυρνούσε και πουλούσε σ’ όλα τα χωριά της περιοχής. Οι παλιοί θυμόταν ακόμα τον μπάρμπα – Γιάννο με τον μπάλιο του, να γυρίζει στα χωριά με τις νταμιτζάνες ζεμένες στα πλευρά του αλόγου. «Πιέ ορέ, είναι καλό!» έλεγε στους δύσπιστους νοικοκύρηδες. «Να! Για διές εδώ!» και δοκίμαζε ο ίδιος πρώτος από ένα μπρούτζινο κυπελλάκι που είχε κρεμασμένο με μια αλυσιδίτσα στο σαμάρι.

Στα μετά τον πόλεμο χρόνια όμως, ο Γιάννος ακολούθησε την πλευρά των ηττημένων. Άφησε τα κόκκαλά του πάνω στον Χορτιάτη σε μια ενέδρα του Στρατού, τα αμπέλια στην πλαγιά του Στρεμπενίκου χέρσα και μετά καταπατημένα απ’ τους ΜΑΥδες και στο μοναχογιό του το Μίχο, την τέχνη του κρασιού και ένα όνομα σεβαστό βέβαια στο χωριό, που δύσκολα όμως μπορούσες εκείνα τα χρόνια να το πεις μπροστά στον χωροφύλακα.

Το πρώτο τους παιδί βγήκε κορίτσι. «Γιατί μάνα;», έλεγε κλαμένη στην πεθερά της η Παρασκευούλα. «Μην τάχα δεν τον αγαπάω το Μίχο; Γιατί να μην κάνω αγόρι;» «Σώπασε κόρη μου», την παρηγορούσε η θεια – Αννιώ η Λιανούδαινα. « Και χωρίς κορίτσια, γίνεται ό κόσμος; Δε γίνεται!» «Κι ο Μίχος…» «Ο Μίχος είναι γιός μου και τον ξέρω. Σ’ αγαπάει και δεν τα ξετάζει αυτά τα πράγματα. Μην το βάζεις μέσα σου. Νέοι είσαστε. Θα’ ρθει και ο γιος». Η θεια – Αννιώ δεν έζησε να δει τον γιό του Μίχου και της Παρασκευούλας. Είδε όμως, εφτά χρόνια μετά, να γεννιέται η Τριανταφυλλιά. «Άει κόρη μου,» είπε στη νύφη της όταν, αφού αφαλόκοψαν το παιδί, πήγε και είδε τα γεμάτα παράπονο μάτια της, «τυχερά είναι αυτά. Ποιός τα ξέρει; Τάχα και μένα ο πατέρας μου; Πέντε θυγατέρες μας είχε. Σάματις δεν ήταν καλός άνθρωπος; Αλλά, έτσι ήθελε ο Θεός, έτσι έγινε…».

Ένα χρόνο μετά τη γέννηση της Τριανταφυλλιάς, η ζωή σπαρτάρισε και πάλι μέσα στην κοιλιά της Παρασκευούλας. «Αχ, Παναγιά μου, να είναι ο γιος!» είπε μέσα της με λαχτάρα. Το είπε στο Μίχο μετά τη γιορτή του, όπου είχανε τραπέζι το νονό και τη νονά της Τριανταφυλλίας, το βράδυ, πριν πλαγιάσουν. «Ξέρεις Μίχο, περιμένω κι άλλο παιδί… Λες να είναι κι αυτό κορίτσι;». Ο Μίχος κατάλαβε τον καημό της, χαμογέλασε, της χάιδεψε τα μαλλιά και τη φίλησε απαλά. «Μη στενοχωριέσαι Παρασκευούλα, γερό παιδί μόνο να είναι, και ό,τι θέλει ας είναι. Τι αγόρι, τι κορίτσι; Δικό μας δεν θα ‘ναι πάλι; Άειντε, πέσε τώρα να πλαγιάσεις».

Οι μήνες πέρασαν. Η κοιλιά της Παρασκευούλας φούσκωνε συνέχεια. «Άειντε, Παρασκευούλα μ’, γιος είναι ! Μυτερή τη βλέπω την κοιλιά σου!», της έλεγε στη βρύση η Μαρούλα η Ζούπαινα. «Ξέρω γω! Τρεις έκανα!» και έλαμπε από καμάρι για τα βλαστάρια της. «Σώπαινε Μαρούλα» της έλεγε η Παρασκευούλα και τα μάτια της έπεφταν καταγής, «σώπαινε και δεν ξέρεις τι θα βγει…». Το βράδυ του Κλήδωνα, πήγανε στη φωτιά. Ο Μίχος και τα κορίτσια χαζεύανε, πηδούσανε πάνω απ΄τη φωτιά, λέγανε τα τραγούδια… Εκείνη, χαϊδεύοντας την κοιλιά της, στεκότανε παράμερα και, όπως κάθε χρόνο, αναθυμότανε τις φωτιές του Κλήδωνα πριν από δέκα χρόνια, τότε που αγάπησε τον άνδρα της. Με ένα χαμογελάκι να ζωγραφίζεται στο στόμα της, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη φωτιά και πήδηξε από πάνω. Ο άντρας της έτρεξε γελώντας κι αυτός και την αγκάλιασε. Γύρισε στο σπίτι αλαφρωμένη, χωρίς να ξέρει ή να μπορεί να καταλάβει γιατί.

Αυτά σκεφτόταν η Παρασκευούλα τη ώρα που η Τριανταφυλλιά έπαιζε με την κούκλα του νονού της και η Άννα έτρεχε να γεμίζει τον μαστραπά από το γκίμι. Την ώρα που την έπιασαν οι πόνοι. Την ώρα που το αμνιακό υγρό άρχισε να τρέχει από τα πόδια της. Η Άννα σταμάτησε να τρέχει τρομοκρατημένη. Ο μαστραπάς της έπεσε από τα χέρια. Άνοιξε τα μάτια της σε μια έκφραση απορίας και τρόμου. Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο, και το έβλεπε στη μάνα της. «Μαμά!…» κατόρθωσε να ψελλίσει, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Μη χαζεύεις μωρή, τράβα να φωνάξεις τη μάμμη…» της σφύριξε καθώς διπλώθηκε πάνω στον καναπέ, έξω απ’ το μαγειριό. Η Άννα έτρεξε. Η μάνα της της είχε πει τις προάλλες, «άμα σου πω να πας για τη μαμμή, να, αυτό είναι το σπίτι της». Η Παρασκευούλα έβαλε τις φωνές. « Λενιώ! Μωρή Λενιώ! Τρέχα μωρή, γεννάω!». Η Λενιώ από δίπλα, βγήκε στην αυλή της. Μόλις είδε την Παρασκευούλα, παράτησε τη σκούπα της και έτρεξε προς την αυλή των Λιανούδηδων. Αμέσως, με γρήγορες, κοφτές και σίγουρες κινήσεις, (η αδερφή της που καθόταν στο παραδίπλα της σπίτι είχε κάνει τέσσερα μέχρι τώρα…) έτρεξε να ανάψει τη γκαζιέρα για να ζεστάνει νερό, βρήκε πετσέτες και τα σχετικά μέσα στο σπίτι της φιληνάδας της, έτρεξε κοντά της και φώναξε στο γιό της: « Θάνο, τρέχα γρήγορα στα μεταλλεία να πεις στο Μίχο το Λιανούδη ότι γεννάει η γυναίκα του!». Η μαμή ήρθε μετά από λίγο. Μια κοντόχοντρη φιγούρα, που όμως είχε ξεγεννήσει σχεδόν όλες τις γυναίκες που ήταν κάτω από σαράντα στο χωριό. Έσκυψε πάνω από την Παρασκευούλα. «Έλα κορίτσι μου,» της είπε «δεν είσαι καμμιά πρωτάρα, σπρώξε κι έρχεται». Η Παρασκευούλα άρχισε να βογγάει. Οι ωδίνες ήταν πιο έντονες αυτή τη φορά. «Πονάω, θειά, πονάω!» «Άει μωρή, πρωτάρα είσαι;» της έλεγε η μαμμή. «Δεν είναι σαν τις άλλες, τώρα πονάω πιο πολύ!» «Είναι γιος, γι’ αυτό!» Γιός! Η Παρασκευούλα ανακάτευε το κλάμα με το γέλιο. «Γιος! Μίχο μου, να ο γιος σου! Μίχο μου, Μίχο μου, Μίχο μου… που είσαι!»

Το κλάμα του μωρού ακούστηκε στη μικρή αυλή των Λιανούδηδων. Η μαμή σήκωσε το μωρό ψηλά. «Είδες που στα’ λεγα; Γιός!» Η Παρασκευούλα αγκάλιασε το μικρό, γεμάτο ακόμα με αμνιακό υγρό κορμάκι. «Γιάννη μου, Γιαννάκη μου…» ψιθύρισε. Η μαμή, αφού αφαλόκοψε το μωρό, το πήρε μέσα να το πλύνει και να το φασκιώσει. Το έφερε σε λίγο έτοιμο στη μάνα του. Την ώρα που έβγαινε από το σπίτι, έμπαινε μέσα στην αυλή με μεγάλες δρασκελιές, αναψοκοκκινισμένος, ο Μίχος. Από πίσω του έτρεχε ο μικρός ο Θάνος της Λενιώς, γεμάτος περηφάνια για την αποστολή που του εμπιστεύτηκαν και την έβγαλε σε πέρας αλλά και έξαψη για όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω του και είχε την τύχη να παρακολουθεί από κοντά –πόσα θα είχε να πει το απόγευμα στα άλλα παιδιά!. Η μαμή παραμέρισε. Ο Μίχος είδε το γιό του. Είδε τη γυναίκα του, να τον κοιτάζει με μάτια γεμάτα συγκίνηση, περηφάνια, χαρά… Έτρεξε και την αγκάλιασε. Μετά, πήρε το γιό του στην αγκαλιά του. «Γιέ μου», του ψιθύρισε, «Γιάννη μου, καλώς ήλθες…»

Ο Αχιλλέας E. Aρχοντής

Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Γεννήθηκε το 1964 στην Αγιά της Λάρισας, όπου ζει και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, λογιστής. Λάτρης του «ερασιτεχνικού» θεάτρου -ενεργό μέλος της τοπικής θεατρικής ομάδας από το 1991- της λογοτεχνίας, της παράδοσης, της ιστορίας και της μυθολογίας, είναι ένας απ’ τους δημιουργούς της σύγχρονης (2013), ηλεκτρονικής πλέον, έκδοσης των «Αγιώτικων Νέων», της εφημερίδας του ΜΠΣ Αγιωτών «Μιλτιάδης Δάλλας».