«Κάποιοι Δάσκαλοι...», του Τέου Ρόμβου«Κάποιοι Δάσκαλοι…» του Τέου Ρόμβου

Ζήτησα απ’ τον Τέο Ρόμβο ένα άρθρο του για το schooltime.gr. Μου μίλησε για δασκάλους που κάνουν τη δουλειά τους με αγάπη και με μεράκι… Μεταφέρω τα λόγια του αυτολεξεί: «Έχουν ανάγκη μεγάλη, από εμπνευσμένους δασκάλους, τα βλαστάρια για να ανθίσουν και σχεδόν όλους μας έχει σμιλέψει, χαράξει κάπου, κάποτε, κάποιος δάσκαλος». Πράγματι, υπάρχουν πολλοί τέτοιοι δάσκαλοι, πάντα υπήρχαν, σε πείσμα των «καιρών» ή των «καταστάσεων»…

Στο νησί που ζω, ακούω συχνά ιστορίες για τα γκρεμισμένα παλιά εργοστάσια, για το κτίριο του Λοιμοκαθαρτηρίου που καταρρέει, για τις φυλακές και το Άσυλο Φρενοβλαβών που είναι πια χαλάσματα, για το μεγαλύτερο φάρο του Αρχιπελάγους που στοιχειώνει, για τα ερειπωμένα αρχοντικά στα Χρούσα και στη Ντελαγκράτσια. Λένε ότι τις νύχτες στις βαλτωμένες στέρνες των πυργόσπιτων αντηχούν τρεχαλητά αόρατων παιδιών, και στην έπαυλη που μεγάλωσε ο Νικόλας Κάλας κουρνιάζουν αγριοπερίστερα και ότι στο Κοκκινόσπιτο του Πισκοπιού ακούγονται τα ερωτικά βογκητά και οι λυγμοί της Μαρίνας.

Σε τέτοια μέρη περιπλανιέμαι αναζητώντας την πηγή της έμπνευσής μου, την πρώτη ύλη. Κάποιες ιστορίες είναι αποτυπωμένες πάνω στα ξεφλουδισμένα ντουβάρια κι άλλες κρέμονται από μια λεπτή κλωστή που την κουνάει αδιάκοπα ο αέρας ή στριφογυρίζουν πάνω στα σαθρά πατώματα και στις σκάλες που τριζοβολούν επικίνδυνα και στα μπαλκόνια που χάσκουν στο κενό.

Όλα στέκουν στη θέση που τα έχει αφήσει ο τελευταίος ένοικος. Ένα μισολιωμένο σπαρματσέτο, ένα κουτάκι σπίρτα, μια πήλινη στάμνα, το σκουριασμένο κουτί του κακάου, μπουκάλια με σπίρτο, κούπες του καφέ, στη γωνία κρέμεται το αραχνοΰφαντο φανάρι, ένας καθρέφτης που δείχνει θολές αντανακλάσεις. Τα νερά της βροχής πέφτουν από την τρύπια στέγη πάνω στο σαπισμένο στρώμα. Στο τραπεζάκι κοντυλοφόροι, πένες, μελανοδοχείο, κι ένα ράφι με λιγοστά βιβλία, “20.000 λεύγαι υπό την θάλασσαν”, “Μιχαήλ Στρογγώφ”, “Ανάμεσα εις τας θαλάσσας του Αρχιπελάγους”, “Στη xώρα των Παγετώνων”. Στο πάτωμα πεταμένα χαρτιά, πυκνογραμμένα, ένα απίστευτο χαρτομάνι βουτηγμένο στη σκόνη και στη λάσπη.

Μου πήρε χρόνο πολύ να ταξινομήσω και να διαβάσω όλα αυτά τα χειρόγραφα, τις επιστολές, τις προσωπικές σημειώσεις ενός καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης. Βρισκόμαστε στα 1915. Η χώρα είναι πολιτικά χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα, σε Βασιλικούς και Βενιζελικούς. Αλλεπάλληλες οι αλλαγές κυβερνήσεων. Τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχουν μόλις απελευθερωθεί. Ο Γεώργιος Εμμανουήλ Κηπιώτης υπηρετεί ως καθηγητής στο Νέο Καρλόβασι Σάμου. Ανήκει όμως πολιτικά στο βενιζελικό στρατόπεδο και για το λόγο αυτό μετατίθεται δυσμενώς στο Πλωμάρι Μυτιλήνης.

Γράφει στο ημερολόγιό του:

«Εν νέω Καρλοβασίω Σάμου τη 12 Σεπτεμβρίου 1915.

Ταύτην την στιγμήν έμαθον ότι μετετέθην εις Ημιγυμνάσιον Πλωμαρίου δια Βασιλικού Διατάγματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1915, όπου θα μεταβώ τη 22 Σεπτεμβρίου ιδίου έτους. Γίνονται όμως και ενέργειαι όπως μείνω και πάλιν ενταύθα. Το αποτέλεσμα άγνωστον…»

Λίγες μέρες αργότερα ο Γ. Ε. Κηπιώτης στέλνει επιστολή από τη Μυτιλήνη στους μαθητές του:

Εν Πλωμαρίω Μυτιλήνης τη 29 Σεπτεμβρίου 1915.

Αγαπητοί μου φίλοι,

Δεν παρήλθεν ουδέ μία στιγμή, χωρίς να ενθυμηθώ τας ευτυχείς ημέρας, τας οποίας ηυτύχησα να διέλθω πλησίον υμών των αγαπητών μου φίλων. Εάν επέτρεψα εις τον εαυτόν μου να παρέλθουν οκτώ ημέραι από της αναχωρήσεώς μου χωρίς να σας γράψω, τούτο έπραξα αφ’ ενός μεν διότι ήλπιζα να λάβω παρ’ υμών το ευχάριστον άγγελμα να επανέλθω, όπερ ανέμενον από στιγμής εις στιγμήν αφ’ ετέρου δε επεθύμουν να αντιληφθώ καλύτερον τα του Πλωμαρίου, δια να δυνηθώ να ικανοποιήσω την περιέργειάν σας.

Ήδη δε, όπου αφ’ ενός διεψεύσθησαν αι ελπίδες μου περί της λήψεως ευχαρίστου αγγέλματος, προς επαύξησιν δυστυχώς της αγωνίας μου, και όπου αφ’ ετέρου δύναμαι να είπω, ότι είμαι εις θέσιν να σας περιγράψω εν ολίγοις τα του ταξειδίου μου και εν γένει τα της καταδίκης μου, διότι όντος, δι’ εμέ τουλάχιστον, το Πλωμάρι είναι μία μεγάλη φυλακή.

Φίλοι μου, μέχρι της 11ης ώρας της νυκτός της Πέμπτης, 22 λήγοντος μηνός, είχον το ευτύχημα να πατώ ακόμα το έδαφος του αλησμονήτου μοι Καρλοβάσου ότε ανεχώρησεν το ατμόπλοιον «Ζάκυνθος»· κατά δε την 1ην ώραν μετά το μεσονύκτιον εφθάσαμεν εις τον λιμένα Βαθέος, όπου το ατμόπλοιον παρέμεινε μέχρι της 5ης πρωινής ώρας. Εις την Χίον (Χώρα), προσέγγισεν μετά πλουν εξ ωρών ήτοι περί την 11ην π. μ. όπου εμείναμεν μόνον μίαν ώραν. Εις δε την Μυτιλήνην εφθάσαμεν επίσης μετά εξ ώρας, ήτοι περί την 6ην εσπερινήν ώραν της Παρασκευής.

Εις τον λεμβούχον επλήρωσα μισήν δραχμήν δια την μεταφοράν μου εις την ξηράν και 40 λεπτά εις τον αχθοφόρον όστις με οδήγησεν εις το Ξενοδοχείον Χαρβάτη, όπου και διανυκτέρευσα.

Την πρωίαν της επομένης. ημέρας Σαββάτου, ανεχώρησα στας 7,15΄π.μ. έφιππος, και διέσχισα τας καταφύτους από ελαιόδενδρα χαράδρας της νήσου. Εις τον Κόλπον της Γέρας εφθάσαμεν περί την 8,40΄, και στας 9,10΄επιβιβασθήκαμε εις εν πέραμα και μετά μόλις δεκάλεπτον πλούν διαπεραιωθήκαμε εις την απέναντι όχθην. Τέλος, μετά εξ ωρών πορείαν, ήτοι περί την 1ην μεσημβρινήν εφθάσαμεν εις το Πλωμάριον. Εγκατεστάθην εις το Ξενοδοχείον «Βενιζέλος», όπου μοι προεισέπραξαν οκτώ κρεβάτια προς 2,50 δραχμάς δι’ εκάστην διανυκτέρευσιν. Ταύτα περί του ταξειδίου μου, δια το οποίον θα ηδυνάμην να είπω, ότι ήτο πολύ ευχάριστον, εάν ημπόρουν να απομακρύνω από τον νουν μου την σκέψιν, ότι σας αφήνω ορφανούς αρχηγού. «Aλλ’ ούτως έδοξε τω Κυρίω». Εξήλθον ακολούθως και ηγόρασα τα χρειώδη, ήτοι σπίρτο ½ οκά, ζάχαρι, μία σταμνίτσα, εν κουτάκι σπίρτα, σαπουνάκια, εν κουτάκι κακάο, 100 δράμια παξιμαδάκια, αυγά προς 25 παράδες έκαστον, εν σπαρματσέτο, μελάνην, πένες και εγκατεστάθην εις την κάμαρην απ’ όπου και ήρχισα την γραφήν της παρούσης.

Περί του Πλωμαρίου, το οποίον είνε κτισμένον επί αποτόμου κρημνού, ωσάν να κατοικήται υπό αγρίων, τι να σας είπω; Ουχ ήττον επειδή γνωρίζω ότι ενδιαφέρεσθε να μάθετε τα περί του τόπου της εξορίας μου, θα προσπαθήσω να σας είπω και περί τούτου ολίγα τινά.

Το Πλωμάριον κατοικείται, ως λέγουσιν οι ημιάγριοι κάτοικοι τούτου, από ένδεκα χιλιάδες κατοίκους· φιλοξενεί τρεις χιλιάδες πρόσφυγας· είνε κτισμένον, ως προείπον, επί αποτόμου βράχου, φθάνοντος μέχρι της θαλάσσης, και ως εκ τούτου στερείται δρόμων τακτικών. Τα σπίτια είναι τόσον πλησίον αλλήλων, όσον και τα στρογγυλά σύκα, τα οποία είνε περασμένα στα βούρλα· αι δε βράκες των γυναικών ομοιάζουν τας των Κρητών, με την διαφοράν, ότι αι μεν των Κρητών αιωρούνται όπισθεν των γονάτων, αι δε των γυναικών του Πλωμαρίου, καίτοι μεταξωταί των πλείστων, αιωρούνται όπισθεν των πτερνών, προξενούσαι τον γέλωτα εις τους ξένους. Ο μόνος στολισμός του Πλωμαρίου είνε η Λέσχη των Φιλελευθέρων, η οποία έχει και αναγνωστήριον, η Λέσχη των γερόντων και το Κοινοτικόν Καφενείον. Και τα τρία ταύτα κέντρα είνε καθ’ εκάστην υπερπλήρη ανθρώπων. Πλην τούτων, έχει εκτός των δημοτικών Σχολείων αρρένων και θηλέων, και το ημιγυμνάσιον, το οποίον αποτελείται από τρεις τάξεις του Ελληνικού και δύο του Γυμνασίου, ούτινος όμως οι μαθηταί το θεωρούν φαίνεται αμάρτημα να φορέσουν καπέλλο εις την κεφαλήν των, διότι πάντες ανεξαιρέτως πλούσιοί τε και πτωχοί μαθηταί είνε ασκεπείς όπερ είνε μία απόδειξις της ημιαγρίας αυτών καταστάσεως. Και οι ξυπόλητοι δεν λείπουν. Περί δε των προσκόπων και της αυτών καταστάσεως, ως ηδυνήθην ν’ αντιληφθώ, δεν έχει γίνει καμμία συστηματική εργασία. Γυμναστικήν δεν ηδυνήθην εισέτι να διδάξω, ένεκα του βροχερού καιρού.

Περαίνων την παρούσαν μου παρακαλώ μη λησμονήσητε ουδέ προς στιγμήν τας προφορικάς φιλικάς μου συστάσεις προς το συμφέρον σας και προς μεγάλην μου χαράν.

Σας ασπάζομαι φιλικώς

Γ. Ε. Κηπιώτης

Από τα γραπτά του και την αλληλογραφία που διατήρησε για πολλά χρόνια με διάφορους μαθητές του συνάγω ότι ο Γεώργιος Εμμανουήλ Κηπιώτης υπήρξε ένας σπουδαίος δάσκαλος που ουσιαστικά δίδαξε στους μαθητές του «στάση ζωής». Είχα κι εγώ την τύχη να συναντήσω στη ζωή μου δύο τέτοιους σπουδαίους δασκάλους. Στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού, ο Γιώργος Δημητροκάλλης, άνθρωπος φωτισμένος, εφάρμοσε έναν καινοτόμο για την εποχή εκείνη τρόπο διδασκαλίας, που φλόγισε τις παιδικές ψυχές μας κι έδιωξε την ανία από τη σχολική αίθουσα. Μας ζήτησε να χωριστούμε σε ομάδες και εμείς αναλάβαμε να παρουσιάζουμε εναλλάξ κάθε μέρα το μάθημα. Τ’ απογεύματα μαζευόταν η ομάδα μας σ’ ένα σπίτι και όλοι μαζί προετοιμάζαμε το θέμα μας. Αυτή η τόσο δημιουργική σχολική χρονιά, που μας έμαθε να δουλεύουμε ομαδικά δεν επαναλήφθηκε. Τον επόμενο χρόνο ο Δημητροκάλλης πήρε «δυσμενή» και χάθηκε. Καταλάβαμε ότι διώχθηκε για τις ιδέες του.

Στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου, ελληνική γλώσσα μας έκανε ο σπουδαίος ιστορικός του θεάτρου, Γιάννης Σιδέρης. Μας διάβαζε Αριστοφάνη και Πλαύτο σε δικές του μεταφράσεις και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. Μας εξηγούσε το διαφωτιστικό ρόλο του Μολιέρου στη νεότερη Ελλάδα και έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο Μολιέρος «πεπαίδευκε την Ελλάδα». Συχνά μιλούσε για την προσωπική του ζωή και για τις δραματικές σχολές όπου δίδασκε. Μας ζητούσε  να μιλάμε για τα προβλήματά μας, για την καθημερινότητά μας, μας καλούσε στο σπίτι του, που ήταν πάντα ανοιχτό  για τους μαθητές του, και τα λέγαμε. Εκεί, συχνά, συναντούσαμε γνωστούς διανοούμενους της εποχής, ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, παλιοί μαθητές του κι εκείνοι, και νιώθαμε ότι είμαστε οι μικροί του φίλοι. Μετά από χρόνια έμαθα ότι είχε υποστεί διώξεις για την υπαινικτική ομοφυλοφιλία του.

Στους δασκάλους αυτούς οφείλω την αφοσίωσή μου στο γράψιμο.

Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύεται στο schooltime.gr με την άδεια του συγγραφέα Τέου Ρόμβου

Επισκεφτείτε τον Ιστότοπο του συγγραφέα: ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ

*Γιώργος Σκάθαρος