«ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ»

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΑΝΙΑΤΗ

Τον όρο «Οικολογία» επινόησε ο Γερμανός βιολόγος Ernst Haeckel το 1866, συνθέτοντας τις ελληνικές λέξεις «οίκος» και «λόγος». Ο ίδιος όρισε την Οικολογία ως «επιστήμη της σχέσεως των οργανισμών με το περιβάλλον».

Ο Haeckel πάντως δεν επεξεργάστηκε περισσότερο αυτή την ιδέα του. Το πρώτο οικολογικό εγχειρίδιο γράφτηκε το 1895 από έναν Δανό βοτανολόγο, τον Eugenius Warming, ο οποίος αναφέρεται ως ο θεμελιωτής της σύγχρονης Οικολογίας.

Θεόφραστος

Πρόδρομος της επιστήμης θεωρείται ο μαθητής και διάδοχος του Αριστοτέλη Θεόφραστος, ο οποίος περιέγραψε αλληλεπιδράσεις μεταξύ οργανισμών καθώς και μεταξύ οργανισμών και του περιβάλλοντός τους, ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. Ο Θεόφραστος είχε παρατηρήσει ότι τα φυτά αναπτύσσονται καλύτερα στον «οικείο τόπο» τους ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, στο κατάλληλο ενδιαίτημα. Η λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αρμονική σχέση μεταξύ ενός οργανισμού και του περιβάλλοντός του είναι «οικείος», εκ του οίκος. Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, αυτή η έκφραση του Θεόκριτου ήταν που ενέπνευσε τους αρχαιομαθείς Γερμανούς επιστήμονες του 19ου αιώνα να συνθέσουν τη λέξη «οικο-λογία».

Η οικολογία θεωρείται συνήθως κλάδος της βιολογίας, της γενικής επιστήμης που μελετά τους οργανισμούς. Οι οργανισμοί μπορούν να μελετηθούν σε διάφορα επίπεδα: στο επίπεδο των μορίων, στο επίπεδο των κυττάρων, στο επίπεδο των ατόμων, στο επίπεδο των πληθυσμών, των κοινοτήτων και των οικοσυστημάτων, μέχρι και στο επίπεδο του συνόλου της βιόσφαιρας. Τα τελευταία επίπεδα αποτελούν τα κύρια γνωστικά αντικείμενα της οικολογίας.

Στην πραγματικότητα, η οικολογία αποτελεί μια διακλαδική επιστήμη. Επειδή επικεντρώνεται στα υψηλότερα επίπεδα οργάνωσης της ζωής και στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντός τους, βασίζεται σε πολλούς άλλους επιστημονικούς κλάδους, ιδιαίτερα στη γεωλογία, τη γεωγραφία, τη μετεωρολογία, την εδαφολογία, τη χημεία και τη φυσική. Γι’ αυτό η οικολογία θεωρείται επίσης ολιστική επιστήμη.

Οικολογικό κίνημα

Η λέξη «οικολογία», από τη δεκαετία του ’70 και μετά, απέκτησε επίσης πολιτικό και φιλοσοφικό νόημα, καθώς υιοθετήθηκε από το «οικολογικό κίνημα» που εμφανίστηκε εκείνη την εποχή.

Τότε έγινε για πρώτη φορά κατανοητό πως η γη είναι ένα ενιαίο και ευάλωτο οικοσύστημα, κάτι που το έκαναν σαφές οι πρώτες εικόνες της γης από το διάστημα.

Παράλληλα, άρχισαν τότε να γίνονται αισθητά τα προβλήματα της εκβιομηχάνισης, ιδιαίτερα μετά το βιβλίο της Rachel Carson «Σιωπηλή Άνοιξη» (1962), όπου για πρώτη φορά έγινε λόγος για τις παρενέργειες της χημικής γεωργίας και της χρήσης του DDT. Μέχρι τότε ο περισσότερος κόσμος θαύμαζε άκριτα κάθε νέο τεχνολογικό επίτευγμα και το ταύτιζε με μια αέναη «πρόοδο».

Άμεσοι πρόγονοι του οικολογικού κινήματος ήταν το αντιπυρηνικό κίνημα, που άνθιζε ήδη εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και οι διάφορες μορφές αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60.

Σχέσεις οικολογικής επιστήμης και οικολογικού κινήματος

Ως επιστήμη, η Οικολογία δεν μπορεί να υπαγορεύει ποιες πρακτικές είναι «σωστές» ή «λανθασμένες», ούτε να παίρνει θέση υπέρ ή κατά ενός πολιτικού κινήματος.

Όμως, η ολιστική θεώρηση της φύσης αποτελεί κύριο πυλώνα τόσο της οικολογικής επιστήμης όσο και του οικολογικού κινήματος. Στη φιλοσοφία μάλιστα, η έννοια του οικοσυστήματος, όπου όλοι οι οργανισμοί και το περιβάλλον ζουν σε στενή αλληλεξάρτηση, βοήθησε να ξεπεραστεί η άποψη ότι η θεωρία της εξέλιξης παρουσιάζει τη φύση ως ένα πεδίο διαρκούς ανταγωνισμού των ειδών.

Χάρη στην επιστήμη της Οικολογίας, έγινε δυνατή η κατανόηση των πολλαπλών περιβαλλοντικών συνεπειών που μπορεί να έχει η κάθε δραστηριότητα των ανθρώπων. Έννοιες όπως βιοποικιλότητα, τροφική αλυσίδα, κύκλος του άνθρακα, προσφέρουν την επιστημονική βάση για την έκφραση στόχων του οικολογικού κινήματος. Τέλος, η επιστήμη της Οικολογίας βοηθά στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Αντίθετα από το σοσιαλιστικό κίνημα, που λίγο πολύ στρατεύτηκε γύρω από τα δόγματα του μαρξισμού, το οικολογικό κίνημα, δεν έχει, ούτε επιθυμεί να έχει, κυρίαρχο δόγμα.

Η παλαιότερη φιλοσοφική τάση που μπορεί να χαρακτηριστεί «οικολογική» είναι η τάση θαυμασμού, προστασίας, ακόμη και θεοποίησης της φύσης, τάση που υπάρχει λίγο – πολύ σε κάθε κοινωνία και κάθε εποχή. Για παράδειγμα, πολλές τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες είχαν μια κοσμοθεώρηση που τους επέτρεπε μια αρμονική συμβίωση με τη φύση. Ή πάλι, πολύ διαδεδομένη και πανάρχαια είναι η πίστη ότι μέσα σε κάθε γέρικο δέντρο, ποτάμι, λίμνη ή πηγή κρύβεται μια νεράιδα ή μια θεότητα.

Στην νεότερη εποχή, το ρομαντικό κίνημα ταυτίστηκε σε πολλές περιπτώσεις με την λατρεία της φύσης, μάλιστα μιας εξιδανικευμένης, άχρονης, «παρθένας» Φύσης. Πρώτος εκφραστής αυτής της τάσης μπορεί να θεωρηθεί ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712 – 1778) (εικόνα), ο οποίος παράλληλα εισήγαγε την ιδέα του «ευγενούς αγρίου», του αγνού πρωτόγονου ανθρώπου που δεν είναι μολυσμένος από τα κακά του πολιτισμού.

Το 1854 ο Αμερικανός Henry David Thoreau δημοσιεύει το «Walden» ή «H ζωή μέσα στα δάση», όπου αναπτύσσει μια σχεδόν θρησκευτική θεώρηση της φύσης. Το 1892 ο John Muir ιδρύει στις ΗΠΑ την πρώτη φιλοπεριβαλλοντική οργάνωση. τη Sierra Club, και συμβάλλει στην ανακήρυξη και προστασία των πρώτων εθνικών πάρκων. Τέλος, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Adolph Leopold, γράφει για την Ηθική της Γης («Land Ethic»), εκφράζοντας την άποψη ότι το ανθρώπινο είδος πρέπει να δείχνει σεβασμό για το περιβάλλον του και να μην το βλάπτει.

Φτάνοντας στις μέρες μας, η συνείδηση της ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον γέννησε ένα ευρύ πλέγμα φιλοσοφικών ιδεών που το ονομάζουμε «περιβαλλοντική ηθική».

Ένα κεντρικό ερώτημα της νέας ηθικής είναι το εάν πρέπει να προστατεύουμε τη φύση γιατί αυτό συμφέρει εμάς τους ανθρώπους, ή μήπως γιατί κάθε ζωντανός οργανισμός έχει τη δική του, «εγγενή» αξία. Ανάλογα με την απάντηση, προκύπτει μια «ανθρωποκεντρική» ή μια «βιοκεντρική» θεώρηση του περιβάλλοντος.

Το ερώτημα πάλι αν θα πρέπει να δίνουμε κεντρική αξία στις ατομικές οντότητες ή, αντίθετα, στις συνολικές οντότητες, όπως είναι τα οικοσυστήματα ή η Φύση στο σύνολό της, οδήγησε στις αποκαλούμενες «οικοκεντρικές» ηθικές.

Η κριτική του δυτικού τρόπου σκέψης, ως υπεύθυνου για την περιβαλλοντική κρίση, οδήγησε κάποια ρεύματα, όπως τη «Βαθειά Οικολογία» του Νορβηγού Arne Naess, να προσεγγίσουν τον ανατολικό μυστικισμό, με στόχο την επανόρθωση της χαμένης ενότητας μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Ανάλογη γραμμή ακολουθούν και τα πριμιτιβιστικά ρεύματα, που αναζητούν αυτή την αρμονική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του στην κουλτούρα τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών, όπως αυτή των ινδιάνων.

Στην πιο πολιτικοποιημένη εκδοχή του όμως, το οικολογικό κίνημα δεν αρκείται στη χάραξη μιας νέας ηθικής. Προσπαθεί επίσης να βρει και να αλλάξει τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια που κρύβονται πίσω από τα περιβαλλοντικά προβλήματα.

Η πιο γνωστή σχετική θεωρία είναι η Κοινωνική Οικολογία του Murray Bookchin. Οι ιεραρχικές σχέσεις και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο βρίσκονται στην ρίζα των περιβαλλοντικών προβλημάτων, σύμφωνα με τον Bookchin. Έτσι κάθε προσπάθεια για βελτίωση του περιβάλλοντος πρέπει να συμπεριλαμβάνει κοινωνικούς αγώνες για αλλαγή της κοινωνίας.

Τέλος, συγγενή με την οικολογική σκέψη είναι και τα φιλοσοφικά και επιστημονικά ρεύματα που σχετίζονται με τον νεο-δαρβινισμό, όπως η Εξελικτική Ψυχολογία. Αυτά αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως ένα ακόμη ζώο ανάμεσα στα άλλα, προϊόν φυσικής εξέλιξης, κατεβάζοντάς τον έτσι από το βάθρο του κυριάρχου και εντάσσοντας τον στο φυσικό του πλαίσιο.

Πηγή: Το άρθρο του κ. Λεωνίδα Μανιάτη δημοσιεύτηκε τον  Σεπτέμβριο  του 2008 στον ιστότοπο «Οικολογική Επιθεώρηση-oikologos.gr»

Άδειες: Το άρθρο αναδημοσιεύεται στο schooltime.gr με την άδεια του κ. Λεωνίδα Μανιάτη και του δικτυακού τόπου oikologos.gr