Το θερινό ηλιοστάσιο, 21 Ιουνίου, είναι πολύ κοντά στον εορτασμό του γενεθλίου του Αγίου Ιωάννου του προδρόμου. Γι’ αυτό ο Αι-Γιάννης έχει πάρει πολλά ονόματα: Αϊ-Γιάννης κλήδονας, Λαμπαδιάρης, Λαμπαδιστής Φανιστής, Λιοτρόπης, Ριγανάς. Ακόμα λέγεται Μελάς και Απαρνιστής (από τους ορνιούς της συκιάς). Οι ονομασίες αυτές κατέληξαν να γίνουν προσωνύμια του και ο ίδιος να συνδεθεί με δυο εθιμικές εκδηλώσεις, το άναμμα της πυράς και την μαντική λειτουργία του Κλήδονα. Οι τελετουργίες αυτές είχαν μεγάλη εξάπλωση και στην υπόλοιπη Ελλάδα με μικρές διαφορές από περιοχή σε περιοχή.

Χαρακτηριστικό του εορτασμού στις 23-24 Ιουνίου είναι οι φωτιές, ένα πανάρχαιο παγανιστικό έθιμο που έλκει την καταγωγή του στη ρωμαϊκή εποχή και διατηρήθηκε και στο Βυζάντιο. Τον Ζ’ αιώνα απαγορεύτηκε η συνήθεια από την οικουμενική σύνοδο, παρ’ όλα αυτά όμως η συνήθεια επέζησε και κάνει μνεία για αυτήν ο Μιχαήλ Ψελλός. Οι «φωτιές του Αϊ-Γιαννιού» επιβίωσαν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, όπως και στον Πόντο, κυρίως όμως στα παράλια. Το πήδημα της φωτιάς σηματοδοτεί το πέρασμα από την μια ηλιακή περίοδο στην άλλη και είναι πυρολατρική γιορτή, η οποία έχει σχέση με τις πανάρχαιες δοξασίες σχετικά με την μαγική δύναμη της φωτιάς, του ήλιου και την κρίσιμη και διαβατήρια στιγμή των θερινών ηλιακών τροπών. Το καθαρτήριο πυρ καταστρέφει κάθε παλιό και οδηγεί στη νέα ζωή. Οι αρχέγονες εθιμικές «πυρές» έχουν σχέση με την ηλιακή λατρεία και απαντώνται και στους λαούς της Ανατολής.

Το απόγευμα της παραμονής νεαρά κορίτσια γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν παλιά αντικείμενα: ψάθες, κόσκινα, ξύλα και ό,τι άλλο προσφερόταν για κάψιμο. Tα συγκέντρωναν στην πλατεία του χωριού, άναβαν τις φωτιές και τις πηδούσαν όλοι λέγοντας: «αέτς να σπάν΄νε οι τουσμάν, αέτς να στραβούνταν οι τουσμάν΄, αέτς να ξεραίνταν τα κεπ’ια και τα χωράφε τουν (΄ετσι να σκάσουν οι εχθροί μας, έτσι να τυφλωθούν οι εχθροί μας, έτσι να καούν τα χωράφια και οι κήποι τους )». Συνήθως τις φωτιές πηδούσαν άντρες «τ αγούρε λαγγεύ΄νε τα φωτίας»   τα αγόρια πηδάνε τις φωτιές),φωνάζοντας «εξέβαμεν ασό κακον καιρόν και εσέβαμεν σον καλόν» (φεύγομε από τον κακό καιρό και μπαίνουμε στον καλό). Σε άλλα μέρη του Πόντου ξερίζωναν ένα τεράστιο δέντρο και το έκαιγαν.

Συμπλήρωμα της γιορτής είναι και ο κλήδονας, η δοκιμασία της τύχης.   Η λέξη είναι ομηρική και σήμαινε αρχικά το προαγγελτικό μήνυμα που προέρχεται από έναν ήχο. Κορίτσια πήγαιναν μυστικά σε εφτά βρύσες του χωριού και έπαιρναν νερό, το οποίο άφηναν κρυφά σε ένα απόμερο μέρος της εκκλησίας. Στα παράλια μέρη του πόντου έπαιρναν θαλασσόνερο από εφτά βίας (βία στα ποντιακά είναι το κύμα της θάλασσας).Την επομένη γύριζαν σε όλα τα σπίτια του χωριού και ζητούσαν αντικείμενα, δαχτυλίδια, κλειδιά, νομίσματα. Το μεσημέρι χτυπούσε η καμπάνα και μαζεύονταν όλοι στην πλατεία, εκεί όπου είχε ανάψει η φωτιά. Μια παντρεμένη γυναίκα, κατά προτίμηση νεόνυμφη ή ένα μικρό κοριτσάκι «πρωτικάρ παιδίν» πρωτότοκος δηλαδή, του έβαζαν ένα πέπλο (συνήθως μαύρο αδιαφανές ύφασμα) στο κεφάλι και κάθονταν ένα γύρω καταγής. Η Πυθία καθόταν πάνω σε ένα σχοινί για να είναι πολλά τα χρόνιας, σαν το σχοινί. Έλεγε το τετράστιχο: «Εμπα ήλε μ΄, χάλα τριήλε μ΄,/ Καλόριζον να έν το ριζικός΄,/ Αι-Γιάννε μ΄,να δις ατόν/ Ένα ζευγάρ βούδε » .

Αυτό το επαναλάμβανε κάθε φορά που τραβούσε ένα αντικείμενο, αλλά άλλαζε τον τελευταίο στίχο και ευχόταν να δώσει αγόρι, γάμο, καλή γέννα, πολλά ζώα κλπ. ανάλογα με τον αποδέκτη. Μετά το τέλος του δρώμενου ξεχύνονταν στα χωράφια. Έτρωγαν, χόρευαν και συζητούσαν τις προφητείες.

Στον Πόντο τον Αϊ-Γιάννη τον έλεγαν Αγιλουτρούπης, από τη λέξη ηλιοτρόπιο, είναι η μέρα που γίνεται η τροπή του ήλιου (24 Ιουνίου). Στην περιοχή του παππού μου, το Επές, λεγόταν Αελουτρούπς (άγιος και ηλιοτρόπιο) και πίστευαν ότι την μέρα αυτή ο ήλιος κάνει τρεις απότομες στροφές και όποιος τις δει θα είναι παντοτινά ευτυχισμένος, φωνάζοντας «τέρεν τέρεν πως κλώσκεται ο ήλον».

 Επειδή η γιορτή συμπίπτει με την ημέρα που συνήθως άρχιζαν και τα λουτρά, έγινε παρετυμολογία της λέξης και η δεύτερη λέξη αποδόθηκε σαν «λουτρό». Έτσι στην Σινώπη ξενυχτούσαν εκείνο το βράδυ περιμένοντας να γυρίσει ο ήλιος. Στη συνέχεια έβγαιναν στους δρόμους και όποιον συναντούσαν, τον άρπαζαν και τον έριχναν με τα ρούχα στη θάλασσα. Την γλύτωναν όσοι υπόσχονταν τραπεζώματα και κεράσματα. Στην Οινόη του Πόντου τα μικρά παιδιά γυρνούσαν στα σπίτια και πετούσαν «λαλάτζα» (μικρές πέτρες, από την ομηρική λέξη λάας που σημαίνει πέτρα), τραγουδώντας «τρόπου, τρόπου ήλε, που γυρίζουν τα λαλάτζα σπ εμέτερα και σ΄εσέτερα» (γύρνα, γύρνα ήλιε, όπως γυρίζουν οι πετρούλες στα σπίτια σας και στα σπίτια μας ).

Την μέρα αυτή ανέβαιναν και στα παρχάρια και έλεγαν το δίστιχο: «Τα΄Αγε-Λουτροπί τα΄Αγεννί εξέβαν σον παρχάρ».

*Πρώτη δημοσίευση – Ιούνιος 2016

Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος

© schooltime.gr – Αρθρογραφία Facebook •Twitter •Google+