Το πιο γνωστό και αγαπησιάρικο ρήμα της ποντιακής διαλέκτου είναι το λελεύω σε, να σε χαρώ, ρήμα που χρησιμοποιούμε όλοι οι πόντιοι στον καθημερινό μας λόγο.

Για την ετυμολογία της λέξης έχουν γραφεί κατά καιρούς πάρα πολλά και αντιφατικά. Η πιο αδύναμη εκδοχή, κατά την γνώμη μου, είναι η συσχέτισή του με το ομηρικό λιλαίομαι που σημαίνει επιθυμώ έντονα, θεωρώ ότι η όποια ομοιότητα είναι μόνον φωνητική. Την εκδοχή αυτή υπεστήριξαν ο Κ. Οικονομόπουλος στο έργο του «συγγένεια της ελληνικής με την σλαβική γλώσσα» και ο Σ. Ιωαννίδης στα « Ιστορικά στατιστικά Τραπεζούντας». Ο Καψωμένος αποκλείει εντελώς την όποια σχέση με το ομηρικό λιλαίομαι και δέχεται ότι προέρχεται από αραβικό λελέιμ, το οποίο έχει την ίδια ακριβώς σημασία, αγαπώ, επιθυμώ πάρα πολύ. Κατά τον Καψωμένο είναι λέξη της ινδοευρωπαϊκής-σανσκριτικής.

Κάποιοι το συνδέουν με τη λέξη λελέν, το χέρι στην παιδική γλώσσα. Νομίζω ότι ούτε αυτό ισχύει, φωνητικά μόνον υπάρχει κάποια ομοιότητα. Ο μεγάλος ερευνητής της ποντιακής παράδοσης Daukins πιστεύει ότι είναι το αντίστοιχο ρήμα στην διάλεκτο της Σινασού λεριφαίνομαι που σημαίνει τρελαίνομαι. Ούτε αυτή η ετυμολογία ταιριάζει φωνητικά ούτε σημασιολογικά. Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο ΙΛΠΔ δέχεται ότι πρόκειται για ονοματοποιημένο ρήμα από τον φθόγγο λελε. Ο Σετάτος πάλι υιοθετεί την άποψη του Vasmer, ο οποίος δέχεται ότι είναι μεν ηχομιμητικό, αλλά το συνδέει με τον ρωσικό φθόγγο lelejat. Κλείνω με την παράθεση της τελευταίας άποψης, η οποία υποστηρίζει ότι το ρήμα λελεύω προέρχεται από την περσική λέξη λαλάς που σημαίνει παιδαγωγός. Από το λαλάς προκύπτει το ρήμα λαλεύω και στην συνέχεια το λελεύω (με αφομοίωση του α σε ε).Η αρχική σημασία της διαπαιδαγώγησης, άλλαξε και πήρε την σημασία της περιποίησης, του χαϊδέματος.

Ένα συνώνυμο ρήμα του λελεύω είναι και το πολύ γνωστό σε όλο τον Πόντο, το ρήμα ποδεδίζω σε, να σε χαρώ, να γίνω θυσία για σένα. Κάποιοι το συνδέουν με το πόδι και το ερμηνεύουν να φιλήσω τα πόδια σου, να πέσω στα πόδια σου ή ακόμα και να γίνω υποπόδιό σου. Η λέξη όμως δεν έχει καμια σχέση με το πόδι, όσο και αν φωνητικά παραπέμπει εκεί. Αν είχε σχέση με το πόδι, θα ήταν ποδίζω και όχι ποδεδίζω.

Πάλι εδώ ο Α. Παπαδόπουλος κάνει τη σωστή ετυμολογία. Ο αρχικός τύπος του ρήματος είναι αποδιοδίζω (δέδια-δόδια=το κακό, ο φόβος) και σημαίνει να απομακρύνω το κακό από σένα, να το πάρω εγώ. Δηλώνει τη μεγάλη αγάπη για κάποιον, την αυτοθυσία. Πολλές φορές υπάρχει μπροστά από το ρήμα το «να», έτσι το φωνήεν της πρόθεσης από, αποβάλλεται και γίνεται να ποδεδίζω σε. Υπάρχει και η άποψη ότι είναι σύνθετη από το πους+έζομαι=πέφτω στα πόδια, αλλά αυτή είναι παρετυμολογία και είναι εντελώς αβάσιμη.

Αντίστοιχες εκφράσεις είναι και οι τουρκικές που έλεγαν στο χωριό της γιαγιάς μου, στο Αλτίνογλου τσιφλίκ της Σεβάστειας, «γουρπάν να ίνουμαι» (να γίνω θυσία), η οποία είναι μια έκφραση επίσης με το ίδιο νόημα και πολύ γνωστή. Λιγότερο γνωστή είναι η έκφραση «την γατές΄να παίρω» (να πάρω το κακό από σένα).

Μια ακόμα λέξη η οποία εγείρει διαφωνίες ως προς την ετυμολογία της είναι η λέξη πιρρίφτε και το αντίστοιχο ρήμα πιρρίφτω. Η πιρρίφτε ήταν ένα είδος ξύλινου φτυαριού με το οποίο φούρνιζαν τα ψωμιά. Η αντίστοιχη της νέας ελληνικής φουρνίζω είναι λατινική, όπως και όλα τα παράγωγα της λέξης. Επίρριψα τα ψωμία,έβαλα τα ψωμιά στον φούρνο.

Η ετυμολογία της λέξης για κάποιους είναι οι λέξεις πυρ+ρίπτω, επομένως πυρίφτε είναι το όργανο με το οποίο ρίχνω στην φωτιά τα ψωμιά. Tην άποψη αυτή δέχεται και ο γλωσσολόγος Σ. Καψωμένος, πυρ +πτύον, το φτυάρι της φωτιάς. Έχει μια λογική αυτή η ετυμολογία, αλλά πιστεύω ότι η ετυμολογία του Α. Παπαδόπουλουλου είναι η ορθή. Ο Άνθιμος την ετυμολογεί από το ρήμα επιρρίπτω=εξακοντίζω, πετώ κάτι. Το ρήμα αυτό είναι ομηρικό και συναντάμε μόνον στον τύπο επέρριψαν. Πόσο κοντά είναι το ποντιακό επίρριψαν τα ψωμία; Συντάσσομαι με την τελευταία άποψη και βρίσκω ότι νοηματικά και λεκτικά είναι η ορθότερη.

Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος

© schooltime.gr