Το τσιφλίκ βρίσκεται Βόρεια της Σεβάστειας και ανήκε στο Μουδουρλίκι του τσιρτσίρ, στο καϊμακαμλίκι (έδρα υποδιοίκησης) του Γενί-Χαν, στο μουτεσαριφλίκι της Τοκάτης.
Στο καΐμακαμλίκι του Γενί-Χαν υπάγονταν 80 χωριά. Από αυτά τα 78 ήταν τούρκικα, αρμένικα, τσερκέζικα, και μόνον δυο ήταν ελληνικά, το Αλτίνογλου τσιφλίκ και το Αγορέν. Για τη διοίκηση των 80 χωριών υπήρχαν δυο Mudur (διοικητές) και οι έδρες τους βρίσκονταν η μια στο τσερκέζικο χωριό Τσιρτσίρ και η άλλη στο τούρκικο χωριό Τίριακλη.
Το Αλτίνογλου τσιφλίκ υπάγεται στο τσιρτσίρ, το οποίο βρισκόταν ανατολικά και απείχε περίπου τρία τέταρτα της ώρας με τα πόδια. Το Τσιρτσίρ απείχε από το Γενί-Χαν τρεις ώρες με τα πόδια. Όταν πήγαιναν στο μόνο ελληνικό χωριό, την ΄Αγορη, περνούσαν πρώτα από το Τσιρτσίρ. Στο Μουδουρλίκι του τσιρτσίρ εκδικάζονταν οι μικροδιαφορές, οι μικροτσακωμοί, μικροκλεψιές και γενικά κάθε είδους πταίσματα. Ο Mudur είχε και άλλες δικαιοδοσίες, επικύρωνε την εκλογή του Μουχτάρη και του έδινε τη σφραγίδα του κράτους. Στο τσιρτσίρ υπήρχε ακόμα η έδρα χωροφυλακής, το καρακόλι, από όπου πήγαιναν οι τζεντερμέδες (χωροφύλακες) στα χωριά. Το Μουδουρλίκι του τσιρτσίρ έφτανε μέχρι το τσερκέζικο χωριό Πατμάν Ντασί.
Οι κάτοικοι του τσιρτσίρ ήταν Τσερκέζοι (Κιρκάσιοι). Η καταγωγή τους ήταν από τον Καύκασο της Ρωσίας, κατοικούσαν στην Κιρκασία, χώρα της Ρωσίας, η οποία βρισκόταν βόρεια των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, δυτικά της Αζοφικής, Νοτιοανατολικά της Γεωργίας. Ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό, αλλά δεν έχουν καμία φυλετική συγγένεια με τους Τούρκους και τους Τατάρους. Μετανάστευσαν στην Τουρκία κυρίως κατά τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους κατά τον 19ο αιώνα. Αρκετοί από αυτούς κατοίκησαν στην περιοχή της Χαλδίας, Αμάσειας, Τοκάτης και στην παραλιακή ζώνη του Ευξείνου Πόντου. Είχαν γενικά πολύ καλές σχέσεις με τους Έλληνες και μάλιστα λέγεται ότι αρκετοί από αυτούς πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στην διάρκεια του Μικρασιατικού πολέμου.
Το χωριό ήταν κτισμένο αμφιθεατρικά σε μια καταπράσινη περιοχή που λεγόταν «Γιλτίζ –ιλί» δηλαδή η επικράτεια του άστρου. Απλωνόταν στην πλαγιά μιας μικρής ρεματιάς. Ανατολικά του χωριού σε απόσταση μιας ώρας δέσποζε το βουνό Γιλτίζ-τάγ, δηλαδή το βουνό των αστεριών. Πολύ ψηλό βουνό, απότομο, άδενδρο, είχε το ύψος του Αραράτ. Ήταν γυμνό από βλάστηση, γεμάτο πέτρες και δεν είχε βοσκοτόπια. Τα δασωμένα βουνά απείχαν έξι ώρες με τα πόδια και βρίσκονταν προς την πλευρά της Τοκάτης. Λέγεται ότι εδώ κατέφυγαν για να σωθούν οι Έλληνες της Τραπεζούντας, όταν την κατέλαβαν οι Τούρκοι τον Σεπτέμβριο του 1462.
Το ποτάμι Γιλντίζ-ιρμά κατέβαινε από το Αγορέν και αφού διέσχιζε τα χωράφια του Αλτίνογλου τσιφλίκ, έρρεε και χυνόταν στον Αλυ ποταμό, τον Κιζίλ –ιρμάκ των Τούρκων. Μέσα από το χωριό περνούσε ποταμάκι, μικρός παραπόταμος, ο οποίος είχε νερό όλο τον χρόνο και πήγαζε από το βουνό Γιλτίζ-ταγ. Κατέβαινε από το χωριό Ισλίμ, δυο ώρες βόρεια από το Αλτίνογλου, και ενώνονταν με το άλλο ρέμα του χωριού το «τσαΐ» και τα δυο μαζί χύνονταν στον Γιλτίζ ιρμάκ. Το ρέμα «τσαΐ» είχε τέσσερα ξύλινα γεφύρια, πλάτος τέσσερα μέτρα και βάθος τρία μέτρα. Είχε όμως και πολλά ρηχά σημεία τα οποία τα περνούσαν εύκολα με τα πόδια. Το ποταμάκια είχα πολλά ψάρια, πέστροφες, κοκκινόψαρα, κιτρινόψαρα και τρελόψαρα. Αυτά τα έλεγαν έτσι, γιατί πηδούσαν σαν τρελά. Ήταν όλα πολύ νόστιμα, σε μεγάλη αφθονία και τα ψάρευαν με τα δίχτυα. Κατά μήκος του ποταμιού υπήρχαν ποτιστικά χωράφια και πάρα πολλά καβάκια.
Το κλίμα ήταν ηπειρωτικό, αλλά πολύ υγιεινό. Ο χειμώνας έκανε από νωρίς την επίσκεψή του. Τα χιόνια τους επισκέπτονταν από αρχές Νοεμβρίου και χιόνιζε διαρκώς μέχρι και τον Μάρτιο. Το χιόνι πολλές φορές ξεπερνούσε και το ένα μέτρο. Το κρύο ήταν πολύ έντονο και σταματούσαν όλες οι γεωργικές εργασίες. Αρχές Απρίλη άλλαζε ο καιρός και πρασίνιζε ο τόπος. Τα πουλιά έκαναν την εμφάνισή τους. Πρώτα κατέφθαναν τα τσιρουχνάνα, μαύρα μικρά πουλιά, μετά έρχονταν τα Λελέκια και γέμιζε το χωριό από τα όμορφα αυτά πουλιά. Η ζέστη ξεκινούσε νωρίς, από τον Απρίλη και μετά το κλίμα άλλαζε και το Πάσχα είχαν πάντα ζέστη. Αέρηδες δεν είχαν σχεδόν ποτέ, αλλά το κλίμα ήταν αρκετά υγρό και οι βροχές πάρα πολλές το καλοκαίρι. Παρόλο που ήταν βροχερά τα καλοκαίρια τους, έκανε πολύ ζέστη. Τις εποχές τις ονόμαζαν καλοκαίρτς, Μοθόπωρον και χειμωγκόν.
Το κλίμα βοηθούσε το πράσινο. Ήταν ένα καταπράσινο χωριό. Καβάκια και ιτιές ήταν τα δέντρα που ευδοκιμούσαν και υπήρχαν παντού, σε δρόμους, σε αυλές, σε χωράφια. Τα λουλούδια στις αυλές ήταν όλα αυτοφυή. Δεν φύτευαν κανένα λουλούδι, αλλά ο τόπος μοσχοβολούσε από τα αυτοφυή ενδημικά φυτά. Τα δάκρια τη Παναΐας (δάκρια της Παναγιάς ) και τα Ναβροζίτας (ένα είδος μυρωδάτου κρίνου με πρασινογάλαζο χρώμα) απλώνονταν σαν χαλί από άκρη σε άκρη σε όλο το χωριό. Το θυμάρι κυριαρχούσε παντού και η μυρουδιά του κατέκλυζε το χωριό. Το καταπράσινο αυτό χαλί της φύσης, τα τρεχούμενα ήρεμα νερά από το ποταμάκι, έδενε τους ανθρώπους με την φύση και τους έκανε κομμάτι της. Στις ρίζες των καβακιών και των ιτιών ανάβλυζαν κρυστάλλινα νερά. Άπλωναν τις χούφτες στο ποτάμι και πίνοντας νερό κέρδιζαν ζωή. Ένας επίγειος παράδεισος με χρώματα και αρώματα της Ανατολής ,ένας τόπος να ζει κανείς ήρεμα και ευτυχισμένα. Βρέχεις το πρόσωπό σου με τα νερά αυτά και γίνεσαι ένα με την μαγεία της φύσης. Ένας τόπος που «μιλά», «ανασαίνει», τόπος ζωντανός και άνθρωποι ευτυχισμένοι, χωρίς ίσως να έχουν επίγνωση της ευτυχίας τους. Οι κάτοικοι εδώ ζουν αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον τους, καλλιεργούν την γη τους με «ιερή τέχνη», σέβονται την φύση και χωρίς να έχουν καμιά γνώση «επιστημονική», δεν παρεκκλίνουν από τις πατροπαράδοτες συνετές διαχείρισης του φυσικού χώρου.
Οκτώβριος του 1919 ήταν, όταν εγκατέλειψαν τη γη τους διωγμένοι. Μετά από περιπέτειες 3,5 χρόνων ρίζωσαν στην νέα πατρίδα και επιβίωσαν.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος
- Σχετικό περιεχόμενο: Αρθρογραφία, Κοινωνία
- Συνεχής ενημέρωση: Facebook, Twitter, Google+