αδιάβλητος -η -ο: για κπ. ή για κτ. στο οποίο δεν μπορεί να προσάψει κανένας την κατηγορία της παρανομίας ή της μεροληψίας, άμεμπτος. (≠ διαβλητός)
αδιάλλακτος -η -ο: ασυμβίβαστος, ανυποχώρητος, ανένδοτος. (≠ διαλλακτικός) 2. αμετάπειστος, φανατικός. (≠ μετριοπαθής)
ακούραστος -η -ο: που δεν αισθάνεται, δεν εκδηλώνει κούραση· ακάματος, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, άοκνος
αξιόπιστος -η -ο: αυτός που αξίζει την εμπιστοσύνη μας, που εμπνέει εμπιστοσύνη, φερέγγυος, έγκυρος. (≠ αναξιόπιστος, αφερέγγυος)
αποδοτικός -ή -ό: αυτός που αποδίδει, που αποφέρει κέρδος, όφελος· παραγωγικός
δηκτικός -ή -ό: σαρκαστικός, προσβλητικός (στο ύφος, στα λόγια)
διορατικός -ή -ό: αυτός που έχει την ικανότητα, εκτιμώντας σωστά μια δεδομένη πραγματικότητα, να προβλέπει πιθανές μελλοντικές εξελίξεις
εκκεντρικός -ή -ό: εξαιρετικά παράδοξος και ιδιόρρυθμος
ευρηματικός -ή -ό: αυτός που τον χαρακτηρίζει η επινοητικότητα, η πρωτοτυπία
ιδιοτελής -ής -ές: αυτός που αποβλέπει στο ατομικό του μόνο συμφέρον πέρα από τα όρια του επιτρεπτού· συμφεροντολόγος, υστερόβουλος. (≠ ανιδιοτελής)
καινοτόμος -ος/ -α -ο: αυτός που καινοτομεί (π.χ. ~ σκέψη)/ (συνήθ. ως ουσ.) ο καινοτόμος: αυτός που εισάγει και εφαρμόζει νέες, πρωτοποριακές μεθόδους, αυτός που ανοίγει νέους δρόμους στον κοινωνικό, πολιτικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα· νεωτεριστής, ρηξικέλευθος.
οξυδέρκειαη : πολύ μεγάλη αντιληπτική ικανότητα
πνευματώδης: ευφυής, εύστροφος, οξύνους
συνετός -ή –ό : σώφρων, εχέφρων
φυγόπονος -η -ο: αυτός που έχει την τάση να αποφεύγει ενέργειες ή δραστηριότητες που απαιτούν ή προϋποθέτουν σωματικό ή πνευματικό μόχθο, κόπο· οκνηρός, τεμπέλης. (≠ φιλόπονος).
Γιούλη Φούρλα*
Φιλόλογος
© schooltime.gr – Ροή Ειδήσεων