Η λέξη κάλαντα είναι λατινική, επεκράτησε και στον πόντο, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η ποντιακή όμως δημιούργησε και οικογένεια λέξεων από τη λατινική. Καλαντάζω, λέω τα κάλαντα και δέχομαι δώρα ή δίνω δώρα για τα κάλαντα. Καλαντάρα έλεγαν την αγελάδα που γεννιόταν τον Ιανουάριο ή καλανταρές κάθε ζώο γεννημένο αυτόν τον μήνα. Καλανταρί αγγούρε (αγγούρια γεναριάτικα) έλεγαν τα ανέφικτα, όσα δεν μπορούσαν να γίνουν εκτός εποχής. Την ανεπρόκοπη γυναίκα που ξόδευε τον Αύγουστο και αναγκαζόταν να ζητιανεύει τον Ιανουάριο την έλεγαν «καλαντογυρεύτρα».

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έψαλλαν κάλαντα με πολλές παραλλαγές. Τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή έψελναν και στον Πόντο το «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…». Υπήρχαν όμως και τοπικά αυτοσχέδια κάλαντα. «Αρχή Κάλαντα και αρχή του χρόνου, αρχή μήλον εν, αρχή κυδώνιν εν, αρχή μούσκον εν το μυριγμένον. Εμυρίστεν ατ΄ο κόσμον όλον, μυρίστε το και συ αφέντη μ΄». Πολλά αυτοσχέδια κάλαντα ψάλλονταν χάριν αστεϊσμού, όπως τα παρακάτω:

«Αε Βασίλς έρται ας ση Λερί μερέαν

φορτούται τρανόν δίσακκον γομάτον ευλοίας

αν δίτε μας καλόν παχσίς, αν δίτε άσπρα παράδας

να γεννούν τα χτήνε σουν, να εφτάνε θελκά μουσκάρε

να γεννούν τα πρόγατα ,να εφτάνε άσπρα αρνόπα

να γίνταν τα γεννήματα, αμπαρε να γομούνταν

να ερτανε και οι ξενητεμέν με τα πολλά γορόσε».

Το καλαντόνερο ήταν ένα έθιμο σε όλο τον πόντο. Ξημερώματα ένα κορίτσι του σπιτιού πήγαινε στο πηγάδι να φέρει το καλαντόνερο. Πήγαινε και γύριζε αμίλητη, γιατί αν μιλούσε θα έπαιρναν την φωνή της οι τζαζούδες και περήδες. Το νερό όμως κοιμόταν και για να ξυπνήσει του χάριζαν δώρα ψιθυρίζοντας «κάλαντα και καλός καιρός, όπως ανοίγω το πεγάδ να ανοίεται η τύχη μ΄. Αμον ντο τρεχ το νερόν, να τρεχ και η ευλοίαν». Τα δώρα της βρύσης τα έπαιρναν οι μαισάδες. Πίστευαν ότι στα πηγάδια κατοικούν μάγισσες και για αυτές προορίζονταν τα δώρα. Με το καλαντόνερο πλένονταν και έπιναν όλοι στην οικογένεια. Τα κορίτσια λούζονταν με αυτό για να μεγαλώσουν τα μαλλιά τους και να τα κάνουν πλεξούδες. Το καλαντόνερο γέμιζε όλα τα δοχεία του σπιτιού, γιατί είχε και άλλες χρήσεις. Το ανακάτευαν με τον αγιασμό των Φώτων και το είχαν σαν φάρμακο. Ανακατεμένο με νερό βροχής τον Μάιο το χρησιμοποιούσαν σαν μαγιά για κάνουν ξύγαλα (γιαούρτι).

Στο χωριό της γιαγιάς μου το Αλτίνογλου τσιφλίκ στην Σεβάστεια είχαν την ίδια συνήθεια να «καλαντέζνε τα νερά». Πρωί –πρωί πήγαιναν στην βρύση του χωριού και άφηναν κορκότα, πίτες, τσορέκια. Πίστευαν πως τα νερά κοιμούνται εκείνη την βραδιά. Μέσα στα νερά ήταν άφθονα φλουριά, αλλά ποτέ δεν τα εύρισκαν οι ίδιοι, είχαν ακούσει όμως από παλιά ότι κάποιοι άλλοι τα εύρισκαν. Υπήρχε η δοξασία ότι τα εύρισκαν οι αθώοι στην ψυχή και οι αναμάρτητοι.Το καλαντόνερο όμως ήταν καλό για όλους και έφερνε υγεία και ευτυχία. Καθώς λούζονταν με αυτό έλεγαν: «Κάλαντα καλόν νερόν/κάλαντα καλούς καιρούς/πάντα να εν και του χρόνου.

Αντίστοιχο έθιμο συναντάμε και σε χωριά της Κεντρικής Ελλάδας την παραμονή των Χριστουγέννων ή της πρωτοχρονιάς. Τα μεσάνυχτα γινόταν το «τάισμα της βρύσης». Κοπέλες του χωριού αλείφουν με βούτυρο και μέλι τις βρύσες για να είναι γλυκιά η ζωή τους. Στη συνέχεια την «ταΐζουν» με ψωμί, τυρί, όσπρια και κλαδιά ελιάς. Μετά παίρνουν το «άκραντο», δηλαδή το αμίλητο νερό και επιστρέφουν στα σπίτια τους.

Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος

♦ Αν θέλετε να ενημερώνεστε μέσω facebook για όλες τις νέες δημοσιεύσεις, ακολουθήστε τη σελίδα μας επιλέγοντας τον σύνδεσμο: schooltime