«Η φύρα» διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα«Η φύρα»

*Διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

Μια παγωμένη ερημιά πετροβολάει τα Ζωναραίικα. Οι γκρίζες πλάκες της αυλής φουσκώνουν τόπους-τόπους και όπως ανοίγουν καμπουριάζοντας κάνουν ρωγμές, που πρασινίζουν από βάτους  κι αγριοχόρταρα. Οι πόρτες χάσκουν ανοιχτές και τα γυμνά παράθυρα ξερνούν αραχνιασμένη μοναξιά στο έρημο σοκάκι. Το σπίτι ορφάνεψε λίγο μετά τον πόλεμο, τότε που οι Ζωναραίοι μάζεψαν βιος και παιδιά κι έφυγαν άρον-άρον για την πόλη.

Ο πόλεμος σκορπάει θάνατο, αρρώστιες πείνα και δυστυχία, φέρνει όμως και ευκαιρίες για τους λίγους και ο μπαρμπα-Νίκος Ζωναράς ήξερε καλά να τις αρπάζει. Με το που γύρισε απ’ το μέτωπο, όπου έκανε το μουλαρά, έγινε μαυραγορίτης. Έπειτα, κάπου ακούστηκε πως κάρφωσε και κάνα δυο αριστερούς στους Γερμανούς για ένα σακούλι λίρες. Τέλος, μετά τη απελευθέρωση, έθαψε αλειτούργητο τον Ιταλό, που είχε βάλει  να του κάνει το χωράφι πάνω απ’ το ρέμα, που χωρίζει στα δύο την Αντίστα.

Κείνη τη μέρα πήγαινα στο Μαχαλά,  στη βάβω μου την Παταρού και τον είδα στο πατινό* χωράφι να χώνει έναν άνθρωπο σ’ ένα μεγάλο λάκκο. Με την αποκοτιά του μικρού παιδιού, αντί να φύγω, κοντοστάθηκα και ρώτησα:

«Τι φυτεύεις, μπαρμπα-Νίκο, εκεί κάτω;»

«Θάβω τη φύρα», ξάμωσε κείνος θυμωμένος προς το μέρος μου και πάτησε ένα χέρι που ξέφευγε απ’ το χώμα κι έδειχνε τον ουρανό κοκαλωμένο.

Την άλλη μέρα τον άκουσα να λέει στο γραμματέα πως το ’χε σκάσει ο Ιταλός κι έμεινε το χωράφι του άσκαφτο – και με φωνές και με βρισιές αρνήθηκε να πληρώσει αποζημίωση για την απώλεια. Δεν θα πλήρωνε εκείνος, που πολέμησε στο μέτωπο τομάρια ιταλιάνικα, είπε.

Οι Ιταλοί είχαν φτάσει στο χωριό απόγευμα Σεπτέμβρη. Ακόμα και τώρα μού φαίνεται πως τους βλέπω μπροστά μου να κατηφορίζουν το μονοπάτι ο ένας μετά τον άλλο με τα χέρια δεμένα, ξυπόλυτοι, άπλυτοι, αποσκελετωμένοι, με τα μάτια καρφωμένα στη γη και τα πόδια πληγιασμένα. Μπροστά ερχόταν ο Έλληνας λοχίας  τρεκλίζοντας κάτω απ’ το βάρος του όπλου του και ο ένας και μοναδικός οπλίτης του αγήματος έκλεινε την πένθιμη ουρά.

Εμείς στεκόμασταν στη βορινή πλευρά της πλατείας του Αϊ-Γιώργη, σκελετωμένοι, ξυπόλυτοι, με τα μάτια πεταμένα έξω απ’ την πείνα, και τους κοιτάζαμε να κατεβαίνουν. Μια αφόρητη σιωπή έγλειφε τα ψηλά πλατάνια με τα κιτρινισμένα φύλλα  και ύστερα έπεφτε βαριά πάνω στη μακάβρια αλυσίδα.

Με το λιόγερμα στοιβάχτηκαν αμίλητοι μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς, με τις πλάτες φωτισμένες αμυδρά απ’ το φως των καντηλιών, που έκαιγαν μέρα-νύχτα σ’ όλο τον πόλεμο, ακόμα και τότε που δεν υπήρχε σταγόνα λάδι σε όλο το χωριό.

Ο πρόεδρος με το γραμματέα κουβάλησαν στη μέση της πλατείας ένα καζάνι πλιγούρι και δυο γυναίκες το κένωσαν σε αλουμινένιες γαβάθες. Εκείνοι πήραν ο ένας μετά τον άλλο τις μερίδες τους αμίλητοι. Έπειτα κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο και ακουμπισμένοι στα αγκωνάρια του Αϊ-Γιώργη ρούφησαν το νεροζούμι ήσυχα.

Δυο-τρεις απ’ αυτούς, μόλις απόφαγαν, σύρθηκαν σαν τα σερπετά στον γκρεμό και, αφού ξέρασαν αίμα και χολή πάνω στην μπεστούρα**, βυθίστηκαν σε λήθαργο. Κάπου-κάπου άφηναν έναν αναστεναγμό  κι άνοιγαν τα μάτια μες στον εφιάλτη χωρίς να βλέπουν. Εμείς, όταν σκοτείνιασε για τα καλά και δεν μπορούσαμε να τους παρατηρούμε, σκορπίσαμε.

Την άλλη μέρα το πρωί μαζευτήκαμε πάλι στην πλατεία κάτω από τον πλάτανο. Τους είδαμε να βγαίνουν ένας-ένας από την εκκλησιά και να κοιτούν τον ουρανό χαμένοι σαν τις κότες. Ο πρόεδρος, έχοντας δίπλα του το λοχία, που με δυσκολία κρατιόταν όρθιος, στάθηκε στην άκρη του γκρεμού ανάμεσα στο καμπαναριό και το ιερό, και είπε:

 «Χωριανοί, ο πόλεμος τέλειωσε. Ο λαός μας με αυτοθυσία έδιωξε τον εχθρό και υποδούλωσε εκείνους που ήρθαν να τον υποδουλώσουν. Ιδού οι Ιταλοί αιχμάλωτοι. Πάρτε τους να δουλέψουν στα χωράφια σας. Προσέξτε όμως μη σας πεθάνει κανένας, γιατί είναι ιδιοκτησία κρατική και το πρόστιμο για τη φύρα μεγάλο».

Οι σημερινοί λεφτάδες, με πρώτο τον Νίκο Ζωναρά, όρμησαν λαίμαργα πάνω στο ζωντανό κουβάρι και άρχισαν να πασπαλίζουν μπράτσα και μηρούς, να οσμίζονται την αδυναμία ή την κρυμμένη δύναμη στα σακατεμένα κορμιά και να ξεχωρίζουν αυτούς που θα δούλευαν περισσότερο για ένα κομμάτι μπομπότα, χωρίς να πεθάνουν. «Αυτόν να πάρουμε, πατέρα», τράβηξα απ’ το σακάκι τον πατέρα μου, που γερμένος στον κορμό του γερο-πλάτανου παρακολουθούσε τη μοιρασιά, κι έδειξα με το δάχτυλο έναν ψηλό πίσω, κοντά στην πόρτα, με τα μάτια καρφωμένα στο πλακόστρωτο. «Εμείς δεν θα πάρουμε κανέναν. Μόνοι μας θα το κάνουμε το χωράφι. Πάμε», είπε εκείνος με ένα θυμό ανεξήγητο κι έκοψε πέρα. Εγώ τον πήρα από πίσω τρέχοντας και τον πρόλαβα να μπαίνει στο σπίτι, την ώρα που η μάννα μου έβγαζε φρέσκια μπομπότα από την γάστρα και μοσχοβολούσε  ο τόπος. «Ήρθατε;»  ρώτησε εκείνη τυλίγοντας το καρβέλι στο καρό μεσάλι και το απίθωσε στην τάβλα δίπλα στο τζάκι.

Ο πατέρας, αμίλητος,  βαρύς, γονάτισε μπροστά στην τάβλα, ξεφάσκιωσε το αχνιστό μας το ψωμί, το χώρισε στα δύο και μου έδωσε το μισό λέγοντας: «Πάρ’ το και πήγαινέ το σ’ όσους ξέμειναν χωρίς αφέντη, κι άμα κοτήσεις*** να φας  μπουκιά σε κρέμασα, ζαγάρι». Τύλιξα την καυτή μπομπότα στο σακάκι μου με τις κατάμαυρες ραφές από τις ψείρες  και τρέμοντας  σκαρφάλωσα ξανά ως τον Αϊ-Γιώργη.

Η πλατεία ήταν αδειανή και η πόρτα της εκκλησιάς έχασκε ολάνοιχτη. Το αυλάκι έτρεχε μουρμουρίζοντας στην άκρη της πλατείας. Προχώρησα προς την είσοδο και αφουγκράστηκα. Από μέσα έβγαινε μια ξινίλα, μια μυρωδιά που θύμιζε κοτέτσι και μου ανακάτευε το αδειανό στομάχι. Στην κάτω πόρτα  είδα έναν Ιταλό  μισό μέσα μισό έξω με το βλέμμα χαμένο στο ταβάνι  κι άκουσα κι ένα σούρσιμο πίσω απ’ το προσκυνητάρι με την εικόνα του Αϊ-Γιώργη, που λόγχιζε το στόμα του θεριού καβάλα στ’ άλογο. Πλησίασα αθόρυβα και έστησα αυτί, για να ακούσω κλάμα, που  όσο πλησίαζα δυνάμωνε. Στάθηκα δίπλα στο προσκυνητάρι και είδα στο μισοσκόταδο τον Ιταλό που είχε αρνηθεί ο πατέρας μου να πάρει, να έχει κοντά στα μάτια του τη φωτογραφία ενός παιδιού και να ψιθυρίζει : «Αντώνιο, Αντώνιο, Αντώνιο».

Μόλις με ένιωσε δίπλα του, γύρισε και με κοίταξε με τα γαλάζια ιταλιάνικά του μάτια πνιγμένα μες στα δάκρυα και γω απίθωσα στα πληγιασμένα πόδια του το καρβέλι, που μου έκαιγε τα χέρια, και με έναν κόμπο στο λαιμό έφυγα ντροπιασμένος τρέχοντας, δίχως να κοιτάξω πίσω.

______________________________________

*Πατινό: το χαμηλότερο

**Μπεστούρα: εσοχή βράχου

***Κοτήσεις: τολμήσεις