«Το τρίτο κουδούνι» διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή«Το τρίτο κουδούνι» διήγημα

horizontal-bar-posts-small
Αχιλλέας Ε. Αρχοντής

 

Του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή
horizontal-bar-posts-small

Γιατί με κοιτάς έτσι; Το βλέπεις κι εσύ, ε; Οι ρυτίδες μεγάλωσαν, τα μαλλιά άσπρισαν, το σώμα ξεχείλωσε… Δεν μοιάζω πια και τόσο με το νεαρό που έπαιζε τον Τάσο στην «Γκόλφω», ή τον ιππότη Γο­δεφρείδο που πάλευε να απελευθερώσει τη νεαρή Ροζελάνδια. Μην ανησυχείς, όλα αυτά μπορούν να φύγουν από πάνω μου, έστω και προσωρινά. Λίγο παραπάνω μακιγιάζ, μια περούκα, ένας κορσές και ο γέρος ξαναγίνεται πάλι νέος, τουλάχιστον για όση ώρα θα εί­ναι αναμμένα τα φώτα της σκηνής.

Στα έχω ξαναπεί πολλές φορές πριν από κάθε παράσταση ή στις πρόβες μας για το πώς βγήκα στο θέατρο. Πόλεμος ήταν, χαλασμός κόσμου, κι εγώ πήγαινα και χάζευα τα μπουλούκια που έρχονταν στο χωριό, παίζοντας για ένα πιάτο φαϊ. Χάζευα τις Γενοβέφες, τους Βαλδουίνους, την Γκόλφω, την Εσμεράλντα…. Αυτή ήταν και η αφορμή που πήρα αυτό το δρόμο – η αιτία ήταν το σαράκι του σα­νιδιού που από τότε μ’ έτρωγε.

Μια Εσμεράλντα – Αγγέλα τη λέγανε – ξανθιά και πανέμορφη, με είδε που στεκόμουν και χάζευα και μου ζήτησε να τη βοηθήσω να κουμπώσει το φόρεμά της. Αυτό ήταν. Η αφή και μόνο του απα­λού λαιμού της με γέμισε με τόση ηδονή που αποφάσισα οριστικά να φύγω με το μπουλούκι. «Θέλω να έρθω μαζί σου», της ψιθύρισα στο αυτί. «΄Ελα», μου είπε και με φίλησε τρυφερά στα χείλη. Ταξί­δια με τρένο τρίτη θέση, απόμακρα χωριά, ύπνος όπου βρίσκαμε- τα καλοκαίρια στρώναμε έξω στην ύπαιθρο – είσοδος δραχμαί πέντε οι μεγάλοι και δυο τα παιδιά, ή κανένα αυγό, ή λίγο φαϊ, ό,τι βγά­ζαμε καλό ήταν. Ψηλός ήμουνα, ωραίος, τα ‘λεγα και καλά, ό,τι έπρεπε για ηρωικούς και δραματικούς ρόλους.

Μια μέρα – δεν σε είχα ακόμα εσένα – η Αγγέλα ήρθε και μας είπε ότι θα φύγει. Θα παντρευόταν, λέει, έναν πλούσιο ζωέμπορο, βαρέθηκε τα μπουλούκια και την μιζέρια, ήθελε να βρει ένα λιμάνι να αράξει όσο κρατούσε ακόμα η μπογιά της. Την πήρα παράμερα. «Δεν μ’ αγαπάς πια;» της είπα. «Σ’ αγαπώ, αλλά τι να κάνω; Τι μπο­ρείς να μου προσφέρεις; Άσε με τουλάχιστον να ζήσω σαν άνθρω­πος, χωρίς αγωνία για το αν θα φάω και πού θα κοιμηθώ» «Με τον ζωέμπορο;» «Με τον ζωέμπορο. Το βλέπεις κι εσύ, δεν έχω άλλο δρόμο» μου είπε δακρυσμένη. «Ό,τι είναι καλό για σένα, κάντο» της αποκρίθηκα. Φιληθήκαμε βαθειά για τελευταία φορά πίσω απ’ το καφενείο όπου είχαμε στήσει για την παράσταση. Από τότε δεν την ξαναείδα. Φαρμακώθηκα, έσφιξα τα δόντια μου, μάτωσα τα χείλια μου, αλλά είχα να παίξω. Το μυαλό μου δεν έφευγε απ’ την Αγ­γέλα. Παίζαμε τους «Άθλιους». Είχα μπερδέψει τα λόγια, ο υποβο­λέας τραβούσε τα μαλλιά του, οι άλλοι προσπαθούσαν να με μπα­λώσουν, όταν ένας χωρικός που έπαιζε ένα κομπολόϊ με χάντρες από κεχριμπάρι – αυτή η εικόνα δεν θα βγει ποτέ απ’ το μυαλό μου – φώναξε «μέσα κρύε!». Αμέσως άρχισαν να γιουχάρουν και οι υπόλοιποι. Τ’ αφεντικό με κοίταξε άγρια και έριξε αρτίστες και νού­τικα, μπας και σωθεί η παράσταση. Παλιός μπουλουκτσής, με πείρα, αφουγκράζονταν το αίσθημα του κοινού, ήξερε πώς να μπα­λώσει τα πράγματα.

Χτυπάει δεύτερο κουδούνι, πρέπει να βιαστώ…

Τα χρόνια εκείνα, μετά τον πόλεμο ήταν, έχασα και τον Βλάση, το μοναδικό φίλο που κατάφερα να κάνω. Πηγαίναμε σ’ ένα ξεχα­σμένο χωριό να παίξουμε. Ορεινή Θεσσαλία. Θα φτάναμε στο χω­ριό μετά από καμιά ώρα. Ο Βλάσης πήγαινε μπροστά, λίγο μα­κρύτερα από μας. Του άρεσε να προπορεύεται. Έλεγε δυνατά τα λόγια του και κοιτούσε να δει τα σπίτια του χωριού. Τότε έγινε η έκρηξη. Δεν την πρόσεξε, ο καημένος. Δεν την είδε χωμένη στο έδαφος να περιμένει όπως η αράχνη τη μύγα να πάει στον ιστό της. Ακούσαμε ένα μεγάλο μπαμ! κι όλα μπροστά μας σκεπάστηκαν από έναν πυκνό καπνό. Σαν σε όνειρο είδα το Βλάση να τινάζεται στον αέρα. Ο χρόνος γύρω μου είχε σταματήσει. Μου φάνηκε ότι πέρασε αιώνας. Το μυαλό μου δούλευε σε αργή κίνηση. Έβλεπα ό,τι είχε απομείνει από το Βλάση να εκσφενδονίζεται ψηλά και μετά να πέφτει με αργό ρυθμό στο έδαφος, εκεί που είχε πατήσει τη νάρκη. Σκορπίστηκε στη γη σαν πλατανόφυλλα που τα ξεκολ­λάει η αύρα απ’ το κλαρί. Λες κι ο χρόνος είχε παγώσει. Ένιωσα τις στριγγλιές των γυναικών του μπουλουκιού να μου τρυπάνε το κρα­νίο. Κάποιο χέρι μ’ άρπαξε και με πέταξε χάμω. Δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Το μυαλό μου κλείδωσε ερμητικά. Αρνήθηκε να δει τα υπό­λοιπα.

Κι ο καιρός περνούσε. Τα μπουλούκια άρχισαν να σβήνουν, ανέ­βαιναν πολλά έργα στο σινεμά, άρχισε η φρίκη της ανεργίας. Κα­θόμουνα στο «Στέμμα» ένα απόγευμα μαζί με άλλους από παλιά μπουλούκια, ψάχνοντας για κανένα μεροκάματο, κυρίως κομπάρ­σοι στις ταινίες που γυρίζονταν. Τότε με πλησίασε ένας γκριζομάλ­λης και με φώναξε: «Εσύ δεν ήσουν στο μπουλούκι του Χρέλια;» Πριν προλάβω να απαντήσω, πρόσθεσε: «Έχεις παράστημα, τα λες καλά, σε είδα μια φορά, θες να παίξεις στο θέατρο;» Βουβάθηκα. «Τι με κοιτάς σαν χάνος; Θες ή δε θες;» ξαναρώτησε.

Αν ήθελα λέει! Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από χαρά, αλλά κι από αγωνία μην τυχόν και μετανιώσει. Κάτι πήγα να πω μέσα στην παραζάλη μου. Ο γκριζομάλλης με χτύπησε απαλά στον ώμο. «Καλά», μου είπε, «έλα αύριο στο «Ρεξ» κατά τις δέκα να με βρεις και να σε δει κι ο σκηνοθέτης». «….και… ποιόν να ζητήσω… πώς να σας βρω…» ψέλλισα. «Ζήτα τον Κώστα. Άντε γεια και τα λέμε αύ­ριο».

Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Εγώ, στο «Ρεξ»! Απίστευτο μου φαινό­τανε! Φανταζόμουνα να παίζω μπροστά σε κοινό με καθί­σματα κανονικά, με προβολείς κανονικούς και όχι τις λάμπες λουξ των καφενείων, να κάνω πρόβες, να ντύνομαι και να βάφομαι σε καμαρίνια και όχι σε τσαντίρια και ζαλιζόμουνα! Είχα στηθεί απ’ τις οκτώ απέξω απ’ το «Ρεξ» και κάθε τόσο ρωτούσα τους περαστι­κούς τι ώρα είναι. Επιτέλους, πήγε δέκα! Μπήκα μέσα στο θέατρο. Φαινόταν ότι ήμουν σα χαμένος, γιατί κάποιος ήρθε και μου είπε: «Θέλετε κατιτίς, κύριος;» «Τον κύριο Κώστα….» ψιθύρισα, «μου είπε να έρθω εδώ στις δέκα…» «Α, τον Κώστα… Στο βάθος δεξιά είναι το γραφείο του».

Σε λιγάκι στεκόμουνα απ’ έξω. Μάζεψα όσο κουράγιο είχα και χτύπησα την πόρτα. «Εμπρός», ακούστηκε μια φωνή από μέσα. Μπήκα δειλά και μαζεμένα. Ο Κώστας καθόταν στο γραφείο του. Σε μια πολυθρόνα απέναντι του καθόταν ο σκηνοθέτης που με κοι­τούσε εξονυχιστικά. Λίγα δευτερόλεπτα και έναν αιώνα αργότερα, ο Κώστας είπε στον άλλον: «Σου κάνει;» «Καλός φαίνεται. Για πάρε», μου είπε «και διάβασε αυτό το κείμενο». Μάζεψα όσο κουράγιο είχα, πήρα βαθειά ανάσα, κι άρχισα να διαβάζω. Για μια στιγμή φοβήθηκα. Πέρασαν από μπροστά μου η Αγγέλα, το κομπολόϊ από κεχριμπάρι, το «μέσα κρύε», αλλά θυμήθηκα τους Τάσους, τους Βαλδουίνους, τους Ιαβέρηδες, παιδιά μου όλοι τους, πήρα ψυχή απ’ την ψυχή τους και διάβασα το κείμενο καθαρά και στρωτά.

«Καλός είναι», είπε ο σκηνοθέτης, κι έφυγε. Ο Κώστας γύρισε προς το μέρος μου. Έτρεμα από αγωνία για το τι θα πει,

«Άκουσες; Απόψε στις έξι εδώ για πρόβα, να πάρεις και κείμενο. Α, και που ‘σαι… πάρε κάνα δυο κατοστάρικα μπροστάντζα. Και μη φοβάσαι. Εγώ πιστεύω σε σένα.»

Έφυγα απ’ το γραφείο του κι ένιωθα να έχω φτερά στα πόδια μου.. Τότε ήταν που μου άλλαξαν και το όνομα. Εσένα δεν σε είχα ακόμη.

Παίζαμε «Άμλετ» μια φορά στο Εθνικό. Είχα ήδη δυο – τρία χρό­νια στο «Ρεξ» και με πήρανε για μια σαιζόν που ήταν κλειστό το θέατρο λόγω ανακαίνισης. Όχι για τίποτα σημαντικό. Έναν φρουρό του κάστρου θα έκανα. Λίγα παραπάνω ένσημα να κολλήσω και να βγει και κανένα μεροκαματάκι. Στις πρόβες με είχε εντυπωσιάσει ο «Άμλετ». Όχι ότι αυτός που τον έπαιζε ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Μπα… Τρίχες… Εγώ θα ήμουνα καλύτερος. Το απέδειξα άλλωστε μετά από χρόνια. Αλλά ήταν αυτό το γύψινο κρανίο του Γιόρικ που κρατούσε και του μιλούσε για τη ζωή και το θάνατο, για τη μοίρα και για τη χαμένη Οφηλία, και μου έφερνε δάκρυα στα μάτια. Ήθελα από τότε να σε αποκτήσω, αλλά δεν τολμούσα. Τι θα έλεγα; Πώς θα το έπαιρναν οι άλλοι;

Με τα χρόνια ήρθαν η αναγνώριση, η φήμη, το χρήμα. Παρόλο που ακούγεται παράξενο, γκροτέσκο και μακάβριο, σε βρήκα σε στην Αμερική. Πλήρωσα καλά για να σε αποκτήσω. Δεν είναι εύ­κολο να αγοράσεις το κρανίο ενός ανθρώπου.    Από τότε σε κουβα­λάω, τόσα χρόνια τώρα, πάντα μαζί μου. Δίπλα στον καθρέφτη του καμαρινιού μου. Κάθομαι απέναντί σου και σου μιλάω. Μονολογώ κι εγώ, όπως ο τρελός πρίγκιπας στον νεκρό γελωτοποιό του. Για το Βλάση, την Αγγέλα, τα χρόνια που πέρασαν, τη μοναξιά πριν την παράσταση.

Οι άλλοι δεν ξέρουν ότι είσαι αληθινός. Ότι κάποτε ανήκες σε ποιος ξέρει ποιόν φουκαρά που έχασε τη ζωή του ποιος ξέρει πού. Δε ρώτησα να μάθω. Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω καν αν είσαι άντρας ή γυναίκα. Τι σημασία έχει άλλωστε; Το φύλο έχει σημασία μόνο για το λιγοστό διάλειμμα της αιωνιότητας που το λέμε «ζωή». Απλά πέρασα τα δολάρια στο χέρι του τύπου που σε έδωσε σε μένα μια βραδιά στο Σικάγο. Νομίζουν ότι είσαι από γύψο ή από ξύλο ή δεν ξέρω από τι άλλο. Οι νέοι γελάνε με τις παραξενιές και τα μα­κάβρια γούστα του «γέρου». Ίσως και να ανατριχιάζουν κιόλας ή να φτύνουν κρυφά στον κόρφο τους. Καγχάζω όταν τους βλέπω να κρυφογελάνε πίσω απ’ την πλάτη μου ή όταν γουρλώνουν τα μάτια τους και αρνούνται να με πλησιάσουν όταν ετοιμάζομαι. Σε φοβού­νται, οι δόλιοι…

Δεν ξέρουν ότι στο θέατρο δεν μπορείς να πεις ψέματα στον εαυτό σου. Ξέρεις ποιος είσαι και ξέρεις πού θα πας όταν το όνομά σου δεν θα είναι παρά μια σβησμένη γραμμή πάνω στη μαρκίζα. Κακόμοιροι νέοι… Δεν έχουν δει την Αγγέλα να φεύγει με τον ζωέ­μπορο, ούτε τον Βλάση να τινάζεται στον αέρα ενώ έλεγε το ρόλο του. Κι ούτε έπαιξαν ποτέ τους νούτικα σε καφενεία. Γι’ αυτό χάνο­νται όταν ξεχάσουν μια ατάκα…

Τρίτο κουδούνι. Βγαίνω. Τα ξαναλέμε μετά, στο ξέβαμμα…

ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΓΝΩΣΤΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ

(Του ανταποκριτή μας)

Απεβίωσε σε ηλικία 83 ετών ο γνωστός ηθοποιός Τέλης Λα­μπρινός. Ο Λαμπρινός (καλ­λι­τεχνικό ψευδώνυμο του Ιωα­κείμ Μπακρατσά) άφησε χτες το βράδυ την τελευταία του πνοή στον οίκο ευγηρίας όπου διέ­μενε τα τελευταία χρόνια, λίγο μετά την παράσταση του έργου «Γλυκό Πουλί της Νιότης» του Τ. Ουίλιαμς από την ερασιτεχνική σκηνή των τροφίμων του ιδρύ­ματος που τον φιλοξενούσε και που ο ίδιος είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία της, συμμετέ­χο­ντας ενεργά ως σκηνοθέτης και ηθοποιός. Ξεκίνησε την κα­ριέρα του με ρόλους ζεν – πρε­μιέ. Γρήγορα πέρασε στον κι­νηματογράφο, όπου έκανε με­γάλη καριέρα, κάνοντας μά­λι­στα ένα σύντομο πέρασμα από το Χόλυ­γουντ παίρνοντας μέρος σε τρεις ταινίες όπου είχε παίξει σε μικρούς αλλά χαρα­κτηριστι­κούς ρόλους.

Μετά την κρίση του ελληνι­κού εμπορικού  κινηματογρά­φου πέ­ρασε στην τηλεόραση, την οποία όμως κι αυτή εγκα­τέλειψε στην αρχή της δεκαε­τίας του 1990, προκειμένου να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο θέατρο, το οποίο δεν είχε πα­ραμελήσει ποτέ. Αξεπέραστη θα μεί­νει η ερμηνεία του στον «Άμ­λετ», που χαρακτηρίστηκε από τις σημαν­τικότερες του νεοελ­ληνικού θεάτρου. Η κηδεία του θα γίνει από το Γ’ Νεκροταφείο αύριο, στις 5 μ.μ. Ανακοινώσεις για το θά­νατό του εξέδωσαν το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, η κυβέρ­νηση και τα κόμματα της Αντι­πολίτευσης. (Αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο του στη σελ. 13).