«1553 λέξεις για μια διαφορετική ανάγνωση δελτίων τύπου του υπουργείου παιδείας» του Βασίλη Συμεωνίδη«1553 λέξεις για μια διαφορετική ανάγνωση δελτίων τύπου του υπουργείου παιδείας»

horizontal-bar-posts-small
Βασίλης Συμεωνίδης
Γράφει o Βασίλης Συμεωνίδης
horizontal-bar-posts-small

«Οι συνειδήσεις χτίζονται από μικρή ηλικία και σε αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο».

δελτίο τύπου του υπουργείου παιδείας, διά βίου μάθησης και θρησκευμάτων, 16/11/2010

Το κείμενο είναι παλιό. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί μειονέκτημα, αλλά αν σκεφτούμε την πιθανότητα όσα επισημαίνονται να ισχύουν ακόμη, τότε αυτομάτως αποδεικνύεται ότι η εκπαιδευτική πολιτική έχει συνέχεια· ότι υπάρχουν στόχοι που υπηρετούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ακόμα και αν – ίσως κυρίως τότε – φαινομενικά οι αποφάσεις του ενός υπουργού αναιρούν τις αποφάσεις του προηγούμενου. 

Θα πάμε τέσσερα χρόνια πίσω και θα αξιοποιήσουμε την οπτική του Αλτουσέρ[i] για να δούμε την ελληνική εκπαίδευση μέσα από τα δελτία τύπου του υπουργείου παιδείας, διά βίου μάθησης και θρησκευμάτων, που εκδόθηκαν κατά το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου ως την 1η Δεκεμβρίου 2010. Αρχικά, ας επαναλάβουμε την κοινότοπη παρατήρηση ότι και στην ονομασία του υπουργείου διαφαίνεται η σύνδεση παιδείας και θρησκείας (ενώ μόνο προσωρινά συνδέθηκαν στο ίδιο υπουργείο παιδεία και πολιτισμός). Φαίνεται ότι στην Ελλάδα το σχολείο δεν αντικατέστησε το ρόλο της εκκλησίας ως κύριου ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους που συμβάλλει στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής· περισσότερο συνδέθηκαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία υπό τον ίδιο φορέα της πολιτικής εξουσίας[ii]. Αυτό διαφαίνεται και σε δελτίο τύπου του υπουργείου για τη συνάντηση της υπουργού με τον νεοεκλεγμένο δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν εκπαιδευτικού χαρακτήρα και περιλαμβάναν τις «συναντήσεις του κ. Δημάρχου με τις θρησκευτικές κοινότητες της πόλης για τα προβλήματά τους»[iii].

Πριν προχωρήσουμε, ας θυμηθούμε ότι – κατά τον Αλτουσέρ – το σχολείο είναι ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, ότι λειτουργεί κυρίως με ιδεολογία και ότι συμβάλλει στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής[iv]. Αν και αυτά αλληλοπλέκονται και παρουσιάζονται ταυτόχρονα, ας δούμε βήμα – βήμα την επιβεβαίωσή τους, δηλαδή τον τρόπο που διαφαίνονται στον επίσημο λόγο του υπουργείου.

***

Το σχολείο λειτουργεί πρωτίστως με ιδεολογία. Είναι συνεχής η εκφραστική πρόταξη των μαθητικών αναγκών και η εμπλοκή τους στον ιδεολογικό λόγο. Το σύνθημα «πρώτα ο μαθητής» αναπαράγεται με ποικίλους τρόπους. Εντοπίζουμε τις παρακάτω φράσεις: «Όλοι οι μαθητές έχουν το ίδιο δικαίωμα στη γνώση»[v],  «καλλιέργεια των εννοιών της διαφάνειας και της αξιοκρατίας στη συνείδηση των μαθητών μέσα από το σχολείο»[vi], «Να προτάξουμε το ‘‘εθνικό’’ έναντι του ‘‘κομματικού’’, σε όλα τα επίπεδα και να προσπαθήσουμε για δημοκρατική συνεννόηση σε όλους τους τομείς, κυρίως στην Παιδεία. Για μια Παιδεία υψηλής ποιότητας και για όλους»[vii], «Αγαπητοί μαθητές, όλη αυτή η πολύ μεγάλη αλλαγή  στο σχολείο, που γίνεται με προσεκτικά και συγχρονισμένα βήματα, θέλει χρόνο.  Γιατί η Παιδεία, όσο κανένα άλλος τομέας, χρειάζεται χρόνο και έχει ένα σύνθημα ‘‘Πρώτα ο μαθητής’’»[viii]. Η ιδεολογία με την οποία λειτουργεί το ελληνικό σχολείο έχει, λοιπόν, τα εξής χαρακτηριστικά: όλα γίνονται για τους μαθητές, για το καλό τους και για τη δίκαιη αντιμετώπιση των αναγκών τους. Οι μαθητές δικαιούνται ποιοτική παιδεία χωρίς διακρίσεις, αλλά για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται εμπιστοσύνη στις καλές προθέσεις της πολιτείας και υπομονή. Οι καλές προθέσεις, οι επιλογές, η πρακτική και οι ενέργειες της πολιτείας είναι εξορισμού αυταπόδεικτες και κατάλληλες. Οι μαθητές αρκεί να έχουν υπομονή για να δεχτούν τις ευεργετικές συνέπειες της πολιτικής δράσης η οποία διαμορφώνει το εκπαιδευτικό τοπίο.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο επίσημος λόγος του υπουργείου απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς. Για να το δούμε αυτό είναι αρκετό να διαβάσουμε το δελτίου τύπου για την παγκόσμια ημέρα εκπαιδευτικών. Επισημαίνουμε τις φράσεις: «η μέρα είναι αφιερωμένη στους πρωταγωνιστές της Εκπαίδευσης, τους εκπαιδευτικούς», «τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν εάν οι εκπαιδευτικοί μπουν μπροστά», «η κοινωνία επενδύει σε εσάς», «οι κοινωνίες εξελίσσονται με δασκάλους με «Δ» και τέτοιους έχουμε πολλούς»[ix]. Ο εκπαιδευτικός ιδεολογικός λόγος της πολιτικής εξουσίας κολακεύει τους δέκτες, αλλά ταυτόχρονα τους καθιστά αποκλειστικά υπεύθυνους για τις απαιτούμενες και αναμφισβήτητες αλλαγές. Αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία, επειδή οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί δεν αποφάσισαν ούτε στο ελάχιστο για την αναγκαιότητα, για τους όρους και για την κατεύθυνση των αλλαγών. Επίσης, λειτουργεί ενοχοποιητικά για όσους εργαζόμενους εκπαιδευτικούς νιώθουν ότι δε μπορούν να είναι δάσκαλοι με κεφαλαίο «Δ», κάτι μεταφυσικό, απροσδιόριστο και  εξωανθρώπινο· δηλαδή λειτουργεί ενοχοποιητικά για τους ίδιους, επειδή σ’ αυτούς και μόνο καταλογίζεται ανεπάρκεια, η οποία – δήθεν – ευθύνεται για τη στασιμότητα και τα δεινά της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Ο επίσημος λόγος αποκρύπτει τις πραγματικές υλικές συνθήκες που σχετίζονται με το εκπαιδευτικό έργο και αφήνει μετέωρο και μόνο μέσα στη σχολική αίθουσα τον παράγοντα εργαζόμενος-εκπαιδευτικός. Ένας από τους μύθους που συνδέονται με αυτό είναι ότι το σχολείο παρέχει ίσες ευκαιρίες, ανεξάρτητα από τον κοινωνικό περίγυρο και την κοινωνική προέλευση των μαθητών. «Η ψηφιακή διάσταση του Νέου Σχολείο, είναι σήμερα προϋπόθεση για ίσες ευκαιρίες σε  όλα τα παιδιά», διαβάζουμε σε δελτίο τύπου[x].

Όλα τα παραπάνω συντελούν, ώστε τα υποκείμενα που εμπλέκονται άμεσα με την εκπαιδευτική διαδικασία – μαθητές και εκπαιδευτικοί – να ζουν «εν ιδεολογία», δηλαδή να συμμετέχουν και να συμπεριφέρονται έτσι ώστε να μεταγράφουν τις συγκεκριμένες ιδέες σε υλική πρακτική[xi]. Παράλληλα η κυρίαρχη ιδεολογία παριστάνει το σχολείο ουδέτερο, χωρίς επίσημη ιδεολογία, «η ιδεολογία δε λέει ποτέ ‘‘είμαι ιδεολογική’’»[xii].

***

Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τη λειτουργία του σχολείου ως μηχανισμού αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής. Στόχος μας  είναι να καταδειχτεί κάτι τέτοιο ως πρόθεση που διαφαίνεται στον ιδεολογικό λόγο των δελτίων τύπου από τα οποία θα σταχυολογήσουμε κάποιες φράσεις.

«Η αναδιοργάνωση, ο εξορθολογισμός και η αναβάθμιση του συστήματος οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης πρέπει (…) να βασίζεται στις, διεθνώς αποδεκτές ως αποτελεσματικές, αρχές της αποκέντρωσης, της υπευθυνότητας, της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της ποιότητας και της οικονομικότητας»[xiii], «η απόδοση αυξημένης αυτονομίας στις σχολικές μονάδες και η αύξηση των αρμοδιοτήτων των διευθυντών των σχολικών μονάδων καθιστά απαραίτητη τη λήψη μέτρων όπως: η ευθύνη των οργάνων να συνοδεύεται με την αντίστοιχη εξουσία για την άσκηση όλων των αρμοδιοτήτων, άρση των επικαλύψεων αρμοδιοτήτων του Διευθυντή με το Σύλλογο Διδασκόντων και τα λοιπά συλλογικά όργανα»[xiv], «προσδιορισμό του θεσμού ‘‘Μέντορας νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού’’ σε σχέση με τα προσόντα, τις προϋποθέσεις, τα καθήκοντα, τη διάρκεια και γενικότερα το περιεχόμενο της σχέσης μέντορα – νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού»[xv].

Αν διαβάσουμε αλλιώς τις συγκεκριμένες φράσεις, θα φανεί ότι η αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης γίνεται με οικονομικά και παραγωγικά κριτήρια και σαφές ζητούμενο είναι να διαμορφωθούν σχέσεις όπως αυτές κυριαρχούν στην παραγωγική διαδικασία. Οι ιεραρχικές σχέσεις επεκτείνονται στο χώρο των σχολείων με την ισχυροποίηση του διευθυντή, ο οποίος – πρακτικά – παύει να έχει τα εργασιακά χαρακτηριστικά των υπόλοιπων εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα, μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε την επιδίωξη να ιεραρχηθούν οι σχέσεις και μεταξύ των εργαζομένων που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο της εργασιακής πυραμίδας. Αυτό γίνεται με το νέο θεσμό του μέντορα.

Αν τα παραπάνω φαινομενικά αφορούν κυρίως τους εκπαιδευτικούς, μπορούμε να βρούμε και σημεία που στοχεύουν εμφανώς στους μαθητές. Έτσι, τονίζεται «ότι το Νέο Σχολείο είναι ένα σχολείο για όλους, χωρίς κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές διακρίσεις και ανισότητες». Παρακάτω, όμως, δηλώνεται αποκαλυπτικά ότι «η Εκπαίδευση αποτελεί κεντρικό στοιχείο κάθε αναπτυξιακής προοπτικής, τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα σε μια καμπή,  που ο παγκόσμιος ανταγωνισμός από τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ινδία εντείνεται»[xvi]. Νομίζω ότι είναι σαφής η επιδιωκόμενη μεγαλύτερη σύνδεση με την αγορά και η προετοιμασία των μαθητών για να λειτουργήσουν περισσότερο ανταγωνιστικά σ’ ένα περισσότερο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αυτός ο σκοπός διαφαίνεται καλά και στις διακηρύξεις για την ανώτατη εκπαίδευση. «Θέλουμε ποιοτικές σπουδές με αντίκρισμα πτυχίων»[xvii], και ο επίσημος λόγος γίνεται αποκαλυπτικός σχετικά με τη νεανική επιχειρηματικότητα: «Η υπόθεση της νεανικής δημιουργίας και καινοτομίας έχει ένα πλάνο. Συνδέει την Έρευνα, την Επιστήμη και την Τεχνολογία με την καινοτόμο επιχειρηματικότητα. Δεν είναι απλά ένας στόχος, είναι απάντηση και διέξοδος στην ανεργία, την παθητικότητα. Είναι μια από τις λύσεις στην κρίση»[xviii]. Σ’ αυτό το τελευταίο απόσπασμα η γλώσσα της ιδεολογίας προδίδει την πραγματικότητα με ένα γλωσσικό λάθος (lapsus linguae)· λέει «διέξοδος στην ανεργία, την παθητικότητα» και όχι διέξοδος από την ανεργία, όπως μάλλον ήθελε να πει… Εντέλει, η σύνδεση με την παραγωγή και η συνακόλουθη αναπαραγωγή και εμπέδωση των σχέσεων παραγωγής που κυριαρχούν αγκαλιάζει το σύνολο της εκπαίδευσης. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Προχωράμε στο Νέο Σχολείο, το Νέο Λύκειο, το Νέο Πανεπιστήμιο, ώστε να δώσουμε στα παιδιά μας την αυτοπεποίθηση, την πίστη και τα προσόντα που χρειάζεται η εποχή μας»[xix]. Φτιάχνουμε την εκπαίδευση που θα λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού μεταξύ όλων και θα αναπαράγει αυτές τις ανταγωνιστικές σχέσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν την αγορά και τις οποίες έχει ανάγκη η αγορά.

Ακόμα περισσότερο, η συμμόρφωση της εκπαίδευσης με τις απαιτήσεις της αγοράς και η πολιτική επιλογή να τις υπηρετεί και να διαμορφώνει αναλόγως τους μαθητές φαίνεται στο ζήτημα των νέων τεχνολογιών και της σκοπιμότητας που καθορίζει την ένταξή τους στην εκπαίδευση. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα είναι τα παρακάτω: «Δεν θα περιμένουμε να κάνουμε τα τέλεια ντουβάρια, για να πάρουν τα παιδιά της σημερινής γενιάς αυτό που χρειάζονται ώστε αντιμετωπίσουν το αύριο. H χρήση των νέων τεχνολογιών γίνεται ο καταλύτης για την αλλαγή (…) γ) της σχέσης εκπαιδευτικών και μαθητών, δ) της σχέσης γονιών και σχολείου»[xx]. Δηλαδή, οι μαθητές θα πρέπει να εκπαιδευτούν στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, άσχετα αν βρίσκονται μέσα σε άθλια ντουβάρια που περικλείουν τριάντα άτομα σε τριάντα τετραγωνικά. Όπως ο εργαζόμενος θα πρέπει να χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή, κατά προτίμηση φορητό ώστε να μπορεί να τον χρησιμοποιήσει, όχι μόνο αν κατοικεί μέσα σε άθλια ντουβάρια, αλλά ακόμη και αν είναι άστεγος.

Νομίζω ότι καταδείχτηκε η πρόθεση να συνδεθεί σε μεγαλύτερο βαθμό το σχολείο με την παραγωγή και τις ανάγκες της αγοράς. Αυτό, από άλλη οπτική, συνεπάγεται ότι το σχολείο έχει ρόλο και την αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής που κυριαρχούν και την εμπέδωση τους με την πρόφαση των αναγκαίων εφοδίων (επιχειρηματικότητα, νέες τεχνολογίες).

___________________________________________________

[i] Λουί Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους». Θέσεις, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σελ. 69-121

[ii] Λουί Αλτουσέρ, ό.π. σελ. 92

[iii] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 23-11-2010

[iv] Λουί Αλτουσέρ, ό.π. σελ. 82-95

[v] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 1-12-2010

[vi] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 16-11-2010

[vii] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 28-10-2010

[viii] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 8-10-2010

[ix] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 5-10-2010

[x] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 8-10-2010

[xi] Λουί Αλτουσέρ, ό.π. σελ. 103-104

[xii] Λουί Αλτουσέρ, ό.π. σελ. 111

[xiii] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 1-12-2010

[xiv] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 1-12-2010

[xv] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 29-11-2010

[xvi] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 19-11-2010

[xvii] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 20-11-2010

[xviii] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 18-11-2010

[xix] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 28-10-2010

[xx] Υπδμθ, δελτίο τύπου, 8-10-2010