«Το αγροτικό ζήτημα και το Κιλελέρ» του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή«Το αγροτικό ζήτημα και το Κιλελέρ»

Γράφει ο Αχιλλέας Ε. Αρχοντής

Οι αγροτικές κινητοποιήσεις είναι σχεδόν κάθε χρόνο στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Τρακτέρ στους δρόμους, συλλαλητήρια, κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες καταδεικνύουν κάθε φορά τα πολλά και εσχάτως ογκούμενα προβλήματα αυτών που δουλεύουν στην ύπαιθρο, στην πρωτογενή παραγωγή. Η γεωργία – και δικαίως – θεωρείται και είναι η ραχοκοκκαλιά της οικονομίας μιας χώρας, ειδικά της δικής μας, μια και παράγει τον διατροφικό πλούτο και τις περισσότερες πρώτες ύλες της παραγωγικής διαδικασίας.

Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα δεν είναι καινοφανές. Ήδη από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους υπήρχε το ζήτημα της διανομής της γης, με αδικίες να γίνονται εις βάρος των πρώην πολεμιστών του ’21. Η τότε Ελλάδα ήταν κυρίως ορεινή και νησιωτική χωρίς πολύ καλλιεργήσιμο χώρο και πεδιάδες. Στο Ελληνικό κράτος όμως, το 1881 προσαρτήθηκε μια περιοχή με τεράστια αγροκτήματα και παραγωγικές δυνατότητες: Η Θεσσαλία.

Στις 2 Ιουλίου 1881 επικυρώθηκε η Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης (απότοκη της Συνθήκης του Βερολίνου του 1878) με την οποία η Θεσσαλία και ο νομός Άρτης προσαρτήθηκαν στο Ελληνικό κράτος. Ο ενθουσιασμός του κόσμου, όπως ήταν φυσικό, ήταν μεγάλος. Γρήγορα όμως προέκυψε ένα σημαντικό ζήτημα: Η Συμφωνία προέβλεπε αποζημίωση όλων των τουρκικών περιουσιών που υπήρχαν στις νέες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Τότε έσπευσαν Έλληνες του εξωτερικού, (κυρίως Ελληνο-αμερικανοί), και αγόρασαν από τους Τούρκους αυτές τις εκτάσεις μαζί με τους οικισμούς που περιλαμβάνονταν σ’ αυτές με συνέπεια το θεσσαλικό αγροτικό ζήτημα να παραμείνει και μάλιστα ακόμη πιο έντονο αφού οι νέοι πλέον μεγαλογαιοκτήμονες ήταν Έλληνες.

Δημιουργήθηκαν τσιφλίκια και η αίσθηση των κολίγων ήταν πως μόνο ο αφέντης άλλαξε, όχι η ζωή τους. Οι κολίγοι υποχρεώνονταν να δίνουν στο τσιφλικά το 1/3 ή το 1/2 της παραγωγής και άλλα προϊόντα, ενοίκιο για τη βοσκή των ζώων τους καθώς και να στέλλουν μια γυναίκα για ζύμωμα. Παράλληλα ζούσαν σε τρώγλες και ανέχονταν την ταπείνωση του μαστιγώματος και του βιασμού των γυναικών τους από τους μεγαλοκτηματίες (Δ. Μπούσδρας: «Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών», εν Αθήναις 1951, σελ. 1-2). Γράφει χαρακτηριστικά ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου: «Κατά τον επικρατούντα εις τη Θεσσαλικήν πεδιάδα οικονομικόν οργανισμόν, η κυριότης της γης έχει χωρισθή από την καλλιέργειαν αυτής. Η πρώτη ανήκει εις σχετικώς ολίγους ιδιοκτήτας, η δευτέρα ευρίσκεται εις τας χείρας πολλών γεωργών… Εις τη Θεσσαλίαν η κατανομή της παραγωγής μεταξύ καλλιεργητών και ιδιοκτητών ρυθμίζεται κατά το σύστημα της επιμόρτου καλλιέργειας… Το σύστημα τούτο είναι ανεκτό εις πρωτογόνους κοινωνίας και πρωτογόνους αγροτικάς σχέσεις». («Μελέτες – Λόγοι – Άρθρα», έκδοση Μορφωτικό Ίδρυμα Α.Τ.Ε., τόμος Α’, σελ. 61).

Οι συνθήκες ζωής των κολίγων είναι πανάθλιες. Η εξάρτηση τους από τους τσιφλικάδες και τους επιστάτες απόλυτη:

Είναι υποχρεωμένοι να δίνουν νοίκι στον τσιφλικά το μισό της παραγωγής, πολλές κότες και πρόβατα και τεράστιες ποσότητες τυροκομικών προϊόντων.

Πρέπει ακόμα να στέλνουν ένα μέλος της οικογένειας, θηλυκού γένους, να ζυμώνει και να ψήνει το ψωμί της επιστασίας. Οι τσιφλικάδες είχαν πλήρη εξουσία πάνω στο σώμα των γυναικών και των κοριτσιών των κολίγων.

Οι κολίγοι δεν μπορούν να ξηραίνουν καπνό και βοδινή κοπριά στους τοίχους και τα κεραμίδια. Δεν έχουν δικαίωμα να κρεμούν βρεγμένα ρούχα στους τοίχους για στέγνωμα. Δεν μπορούν να απομακρυνθούν απ’ το χωριό χωρίς άδεια του επιστάτη, ούτε να καλλιεργούν άλλη γη εκτός απ’ αυτή του αφεντικού. Βέβαια εξυπακούεται ότι δεν μπορούσαν να έχουν σπιθαμή δική τους γη.

Κατοικούν σε τρώγλες και τρώνε μαζί με τα ζώα τους. Όταν έρχεται η ώρα να ασκήσουν το «εκλογικό τους δικαίωμα» ψηφίζουν αυτούς που τους υποδεικνύει ο τσιφλικάς.

Οι επιστάτες είναι η δεύτερη εξουσία μετά τον τσιφλικά. Έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν σε κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των κολίγων. Μπορούν να τους εκβιάζουν και να τους αναγκάζουν να κάνουν ο,τιδήποτε θέλουν. Να τους αναγκάζουν να εργάζονται τις Κυριακές, να τους απαγορεύουν να παντρευτούν, να τους απαγορεύουν την φιλοξενία, να μη τους αφήνουν να μιλούν μεταξύ τους ιδιαιτέρως, να μην κυκλοφορούν μετά τη δύση του ηλίου και ακόμα να κοιμούνται με τις γυναίκες τους.

Τον Ιούλιο που ήταν μήνας θερισμού ο θεσσαλικός κάμπος απαιτεί περισσότερα χέρια. Οι πλατείες της Λάρισας μοιάζουν απέραντα σκλαβοπάζαρα. Εκεί, οι επιστάτες των τσιφλικάδων διαλέγουν τους λευκούς δούλους.

Ο «τυχερός» θεριστής (γκέκης) οδηγείται σε μια καλύβα. Εκεί του ξυρίζουν το σβέρκο. Στο ξυρισμένο σημείο του τραβούν δυο χαρακιές με το ξυράφι. Από κει του ρουφούν το αίμα με ένα κέρατο βοδιού που το ’χουν κάνει σα σωλήνα. Αφού του αδειάζουν το αίμα, (κυριολεκτικά), για να μπορεί να αντέξει στον καύσωνα του Θεσσαλικού κάμπου, του βάζουν στην πληγή κοπριά ή καπνό. Ο δύστυχος γκέκης, μισολιπόθυμος πια, είναι έτοιμος για δουλειά. Όλη αυτή τη διαδικασία έπρεπε να την υπομείνει αγόγγυστα, διαφορετικά κινδυνεύει να χάσει το «ευεργέτημα» της εργασίας.

Η τροφή που δίνουν οι τσιφλικάδες στους θεριστές είναι προσαρμοσμένη στις συνθήκες του θεσσαλικού κάμπου, πρέπει να βοηθά στην απόδοση όσο το δυνατόν περισσότερης εργασίας, να είναι κατά της πίεσης του αίματος, για να μην πάθουν συγκοπή και να κόβει τη δίψα, για να μη χασομερούν να πίνουν νερό. Έτσι τους φτιάχνουν το γνωστό «σκορδάρι» που είναι ξύδι με κοπανισμένο σκόρδο και στο οποίο ρίχνουν ψωμί και γίνεται «παπάρα», που για τους ταλαιπωρημένους δουλευτάδες φαίνεται χαβιάρι.

«Χίλιες φορές καλύτεροι οι Τούρκοι…», έλεγαν οι γεροντότεροι.

Σε αυτές τις πρωτόγονες φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις όπου οι λίγοι δυνάστευαν τους πολλούς, φούντωσε το κοινωνικό κίνημα των κολίγων, ζητώντας απαλλοτρίωση και μοίρασμα της γης. Το σύνθημα της απαλλοτρίωσης το πρόβαλαν οι ριζοσπάστες και σοσιαλιστές της εποχής όπως ο Μαρίνος Αντύπας, που το 1906 κατέβηκε στη Θεσσαλία προπαγανδίζοντας την ιδέα της απαλλοτρίωσης, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του στον Πυργετό από τους τσιφλικάδες στις 9 Μαρτίου 1907 διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις της Νομαρχίας που είχε υποδαυλίσει ο Αγαμέμνων Σλήμαν, γιος του διάσημου αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν, μεγαλοτσιφλικάς και βουλευτής Αγιάς. Τους κολίγους ενέπνευσαν και οι απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών καθώς και το κίνημα στο Γουδί το 1909, που ως γεγονός συνέβαλε στην εδραίωση της πίστης τους.

Η πρώτη πράξη συνειδητοποίησης των αγροτών ήταν η δημιουργία δικών τους οργανώσεων. Αρχικά ιδρύθηκε στην Καρδίτσα ο «Γεωργικός Σύλλογος» ακολουθούμενος από αντίστοιχους συλλόγους στη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Από το 1908 η Θεσσαλία ήταν ηφαίστειο έτοιμο να ξεσπάσει αφού οι αγρότες ήταν σε διαρκή κινητοποίηση. Το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του 1909 στην Καρδίτσα. Στις αρχές του 1910 ο οργασμός κινητοποίησης γενικεύεται σε όλη την περιοχή. Οι πρωτοπόροι αγρότες και μερικοί διανοούμενοι περιοδεύουν τη Θεσσαλία προπαγανδίζοντας τον αγώνα για το αγροτικό ζήτημα. Οι εξεγερμένοι αγρότες ξέσπασαν και σε πράξεις βίας κατά των τσιφλικάδων και του κράτους. Ενδεικτικό της όξυνσης των πνευμάτων ήταν η πρόθεση να κατέλθουν στο συλλαλητήριο του Μάρτη του 1910 οπλισμένοι, κάτι που αποτράπηκε με την παρέμβαση των δημάρχων, που λειτουργούσαν ως ασυνείδητοι πράκτορες των τσιφλικάδων.

Επιστρέφοντας στην 6η Μαρτίου, οι κολίγοι στο σταθμό του Κιλελέρ επιβιβάστηκαν στο τρένο για τη Λάρισα χωρίς να βγάλουν εισιτήριο και οι σιδηροδρομικοί τους ζήτησαν να αποβιβαστούν κάτι που έγινε χωρίς αντίσταση. Όμως ο διευθυντής του σιδηρόδρομου Πολίτης, έδωσε συνέχεια βρίζοντας χυδαία τους αγρότες που απάντησαν με γιουχαΐσματα και μερικοί πετροβόλησαν το τραίνο. Τα αίματα άναψαν και ο Πολίτης ζήτησε από στρατιώτες που μετέβαιναν στη Λάρισα για το αγροτικό συλλαλητήριο να αντιμετωπίσουν ένοπλα τους αγρότες. Οι στρατιώτες πυροβόλησαν το πλήθος με αποτέλεσμα να δολοφονήσουν δύο αγρότες και να τραυματίσουν πολλούς άλλους. Το αίμα έβαψε τον κάμπο.

Το τραίνο φτάνοντας στο σταθμό Τσουλάρ, δε σταμάτησε να πάρει τους εκεί συγκεντρωμένους κολίγους. Η οργή των αγροτών έφτασε στο κατακόρυφο και οι τσολιάδες από τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες πέφτουν νεκροί και πολλοί άλλοι τραυματίζονται. Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι αγρότες διαμαρτύρονται και φωνάζουν εναντίον των δολοφόνων ζητώντας γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες βγαίνουν νικητές. Οι αρχές μετά από πολλή ώρα μάχης, βλέποντας την αδυναμία καταστολής των αγροτών, διατάσσουν το στρατό να παύσει πυρ.

Έτσι το συλλαλητήριο τελείωσε με την έγκριση ψηφίσματος που στάλθηκε στην Αθήνα. Το ψήφισμα εξέφραζε την απαρέσκεια των αγροτών για την μη υποβολή νόμου περί απαλλοτρίωσης και απαιτούσε την άμεση υποβολή και ψήφιση του, καθώς και την αύξηση των κονδυλίων του Γεωργικού Ταμείου. Καταλήγοντας εξέφραζαν την οδύνη για την άδικη επίθεση που δέχτηκαν, θύματα της οποίας ήταν άοπλοι σκλάβοι.

Μετά το μακελειό η κυβέρνηση Δραγούμη έσυρε τους αγρότες στα δικαστήρια όπου αθωώθηκαν. Το Κιλελέρ δεν πήγε χαμένο. Το αγροτικό κίνημα φούντωσε σε όλη τη χώρα αναγκάζοντας λίγα χρόνια αργότερα το Βενιζέλο να απαλλοτριώσει τα τσιφλίκια.

Το Κιλελέρ μένει εκεί, φάρος φωτεινός για τους αγρότες κάθε εποχής, να τους δείχνει το δρόμο της νίκης στους αγώνες τους.