«Το νέο καθεστώς φορολόγησης αγροτών» του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή«Το νέο καθεστώς φορολόγησης αγροτών»

Γράφει ο Αχιλλέας Ε. Αρχοντής

Το θέμα συζήτησης των ημερών, κυρίως στις αγροτικές περιοχές, είναι η ένταξη των αγροτών στο καθεστώς τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η οποία, σημειωτέον, δεν είναι νέα, αλλά ισχύει ήδη από πέρυσι, απλώς είχε παραταθεί η έναρξη εφαρμογής της, προκειμένου να υπάρξει περίοδος προπαρασκευής και προσαρμογής, από την 1/1/2014 οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος υπάγονται στην ένταξή τους στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και την τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων του Κ.Φ.Α.Σ. Το Υπ. Οικονομικών εξέδωσε την ΠΟΛ. 1281/30.12.2013 σύμφωνα με την οποία:

«Απαλλάσσονται, από 1.1.2014, από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων οι αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α., σύμφωνα με το άρθρο 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, οι οποίοι πραγματοποίησαν κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, από την πώληση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και την παροχή αγροτικών υπηρεσιών, ακαθάριστα έσοδα, κατώτερα των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και έλαβαν δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης κατώτερα των πέντε χιλιάδων (5.000). Σε περίπτωση μη πλήρωσης ενός εκ των ανωτέρω κριτηρίων, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ. και οι εν λόγω αγρότες εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.

Στην περίπτωση που μέχρι το τέλος της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου δεν προκύπτει το ύψος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της προπροηγούμενης διαχειριστικής περιόδου.»

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι παραγωγοί που είχαν ακαθάριστα έσοδα (τιμολόγια) άνω των 10.000 και έλαβαν δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης άνω των 5.000 το 2013, υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων.

Ας κάνουμε μια αναδρομή στο προηγούμενο φορολογικό καθεστώς:

α) ΦΠΑ & Κ.Φ.Α.Σ:

αα) Αγρότες κανονικού καθεστώτος:

Η κατηγορία αυτή των αγροτών ήταν ήδη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, εξέδιδαν και λάμβαναν τα σχετικά παραστατικά εσόδων και εξόδων και τα καταχωρούσαν στα βιβλία τους, όπως όλοι οι επιτηδευματίες, οπότε δεν επέρχεται καμία αλλαγή σ’ αυτούς.

αβ) Αγρότες του ειδικού καθεστώτος

Με τις διατάξεις των αρ. 41 & 42 του Ν. 2859/2000 περί ΦΠΑ, καθορίζονται τα περί ειδικού καθεστώτος αγροτών. Όσοι ήταν – ή παραμείνουν – στο καθεστώς αυτό, δεν εκδίδουν φορολογικά στοιχεία αξίας και δεν επιβάλλεται ΦΠΑ στις πωλήσεις προς άλλους επιτηδευματίες. Βάσει των τιμολογίων αγορών που τους εκδίδουν οι αντισυμβαλλόμενοι τους επιστρέφεται κατ’ αποκοπήν το 6% της αξίας των ακαθαρίστων εσόδων τους.

β) Εισόδημα:

Ο προσδιορισμός του εισοδήματος των αγροτών – πλην εκείνων που ήταν ενταγμένοι στο κανονικό καθεστώς ΚΑΙ τηρούσαν διπλογραφικά βιβλία (αθροιστικά οι προϋποθέσεις) – γινότανε με τεκμαρτό τρόπο, σύμφωνα με τα άρθρα 42 έως 44 του Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος).

Σύμφωνα με αυτά, δεν γινόταν λογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος, αλλά αντικειμενικός βάσει πινάκων για κάθε νομό και είδος καλλιέργειας συνυπολογίζοντας αν το αγρόκτημα ήταν αρδευόμενο ή όχι και αν ήταν σε πεδινή, ημιορεινή ή πεδινή περιοχή. Ο τρόπος αυτός της φορολογικής αντιμετώπισης – τόσο στον ΦΠΑ όσο και στο εισόδημα – δημιούργησε πολλά και σημαντικά προβλήματα. Ενδεικτικά:

1) Η μη έκδοση στοιχείων από τον παραγωγό και η κατ’ αποκοπήν επιστροφή ΦΠΑ βάσει των τιμολογίων αγοράς, επέφερε ένα μεγάλο κύμα φοροδιαφυγής και φοροκλοπής: Οι έμποροι εξέδιδαν τιμολόγια μεγαλύτερης αξίας από την πραγματική αυξάνοντας έτσι τα έξοδα της επιχείρησής τους και οι παραγωγοί λάμβαναν επιστροφή του ΦΠΑ μεγαλύτερη απ’ όση δικαιούνταν. Παράλληλα, η μη υποχρέωση τήρησης βιβλίων βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στη φοροδιαφυγή και φοροκλοπή των επιχειρήσεων που πωλούν εφόδια και υπηρεσίες στους παραγωγούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αγορά ενός τρακτέρ: Ένα μέσο τρακτέρ κοστίζει πάνω από 40.000 €, ενώ ένα μεγάλο τρακτέρ κάμπου μπορεί να φτάσει ακόμα και τις 100.000 €. Με δεδομένο ότι τον παραγωγό δεν τον ενδιέφερε ούτε η έκπτωση του ΦΠΑ ούτε η λογιστική απόσβεση του παγίου, δυο πράγματα, σε πολλές περιπτώσεις, συνέβαιναν: Είτε υποτιμολόγηση προκειμένου να πληρωθεί λιγότερος ΦΠΑ, είτε υπερτιμολόγηση στην περίπτωση που ο παραγωγός εντάσσονταν σε κάποιο σχέδιο βελτίωσης ή σε κάποιο άλλο είδος επιχορήγησης.

1α) Η μη επιβολή ΦΠΑ στην αγορά αγροτικών προϊόντων από τους παραγωγούς, κανένα όφελος δεν επέφερε, επειδή η πώληση γίνεται κανονικά με ΦΠΑ 13%, τον οποίο επιβαρύνεται έτσι κι αλλιώς ο τελικός καταναλωτής. Αντίθετα, λειτούργησε αρνητικά στην τελική τιμή, άρα και στην κατανάλωση, μια και συνήθως οι έμποροι επικαλούνταν το (αυξημένο) εικονικό τιμολόγιο για να αυξήσουν την τελική τιμή του προϊόντος.

2) Ο προσδιορισμός και η φορολόγηση του εισοδήματος πολλές φορές ήταν άνιση ακόμα και εξωπραγματική. Για παράδειγμα: Το καθαρό κέρδος κατά το 2012 από την καλλιέργεια μήλων στο νομό Λάρισας ήταν 228,91 € ανά στρέμμα για την πεδινή ζώνη, 183,13 για την ημιορεινή και 137,38 € για την ορεινή. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος καλλιεργεί 50 στρέμματα μηλιές στην πεδινή ζώνη, έχει ετήσιο καθαρό εισόδημα 11.445,50 €, κάτι που είναι τελείως έξω από την πραγματικότητα, δεδομένου ότι αυτή η παραγωγή μπορεί να αποφέρει ακαθάριστα έσοδα άνω των 70.000 €. Λόγω επίσης της γεωμορφολογίας του ελλαδικού χώρου, ο διαχωρισμός σε πεδινά, ημιορεινά και αρδευόμενα δημιούργησε τεράστιες ανισότητες και τραγελαφικές καταστάσεις. Ο διαχωρισμός γινότανε ανάλογα με την υψομετρική θέση της έδρας της Κοινότητας (ή του Δημοτικού διαμερίσματος) και όχι με τη θέση του αγροκτήματος, ή του οικισμού στον οποίο βρίσκεται το αγρόκτημα. Φέρνω δυο κοντινά σε μένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) Το Δ.Δ. Αγιάς χαρακτηρίζεται πεδινό. Το διπλανό του Γερακαρίου, επειδή ήταν κυρίως κτηνοτροφικό με βοσκή στους γύρω λόφους, χαρακτηρίστηκε – κατόπιν και πολιτικών πιέσεων – ως ημιορεινό (για την είσπραξη αυξημένων κτηνοτροφικών ενισχύσεων), άσχετα αν υψομετρικά είναι πιο χαμηλά από την Αγιά. Στην πορεία του χρόνου, άρχισαν να καλλιεργούνται μήλα σε περιοχές χαμηλότερα κι απ’ τη θέση του χωριού, που όμως χαρακτηρίζονται ως ημιορεινά… β) Ο παραθαλάσσιος οικισμός του Αγιοκάμπου (υψόμετρο 2 (δύο) μέτρα) παράγει επίσης μήλα. Ο οικισμός αυτός διοικητικά ανήκει στο ορεινό Δ.Δ. Σκήτης. Άρα λοιπόν, οι καλλιέργειες του Αγιοκάμπου χαρακτηρίζονται ορεινές, στα 2 μέτρα υψόμετρο…

2α) Ο τρόπος αυτός προσδιορισμού του εισοδήματος επέφερε πολλές ανισότητες και δυσλειτουργίες. Ανισότητες επειδή ένας μέσου ή υψηλού εισοδήματος αγρότης φορολογούνταν πολύ λιγότερο από έναν ανάλογο μισθωτό ή επιτηδευματία. Δυσλειτουργίες επειδή ο ίδιος αυτός αγρότης δεν είχε τη δυνατότητα να αποδείξει στη φορολογική αρχή το εισόδημά του, με αποτέλεσμα να πιάνεται, άδικα συχνά, στην παγίδα του «πόθεν έσχες».

Ο νέος τρόπος φορολόγησης έχει πολλά θετικά στοιχεία, αλλά και ορισμένα αρνητικά, τα οποία όμως εύκολα θεραπεύονται και ευελπιστούμε να δοθούν οι σχετικές διοικητικές λύσεις.

Τα θετικά είναι:

1) Οι αγρότες μπορούν πλέον να παρουσιάζουν ΚΑΙ τα έξοδά τους, άρα και τη ζημία στις κακές χρονιές, χωρίς να φορολογούνται τεκμαρτά ανά στρέμμα και ανά είδος καλλιέργειας, όπως συνέβαινε έως τη χρήση 2013.

2) Μειώνεται κατά πολύ ο κίνδυνος διακίνησης εικονικών τιμολογίων, γιατί αφενός ο πωλητής – παραγωγός θα φορολογείται για τα τιμολόγια που θα εκδίδει, συνεπώς δεν θα έχει κίνητρο να πέσει στα νύχια των συμμοριών –παράνομων και «νόμιμων» – που λυμαίνονται τις επιστροφές ΦΠΑ και αφετέρου θα έχει κίνητρο να ζητάει παραστατικά εξόδων αφού θα αφαιρούνται από τον τζίρο του και άρα θα μειώνουν τα κέρδη του. (Σημ: Ήδη όσοι έλαβαν αυξημένα εικονικά τιμολόγια το 2013, το έχουν μετανιώσει πικρά, επειδή, βάσει αυτών, εντάσσονται πλέον στο κανονικό καθεστώς). Ταυτόχρονα γίνεται πολύ πιο αντικειμενικός και πραγματικός ο τρόπος είσπραξης και απόδοσης του ΦΠΑ.

3) Σε μια καλή χρονιά, αν θέλει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο ή να φτιάξει ένα σπίτι ή ένα αγρόκτημα για να επεκτείνει την παραγωγική του δύναμη ή να επενδύσει κάπου, δεν θα είναι αναγκασμένος να υποστεί την ταλαιπωρία του «πόθεν έσχες» και να φορολογηθεί – κατ’ ουσίαν – αναδρομικά και σωρευτικά για εισόδημα που ήδη νόμιμα απέκτησε.

4) Επειδή το εργασιακό κόστος θα αφαιρείται από τα ακαθάριστα έσοδα και η πληρωμή των εργατών γης γίνεται υποχρεωτικά με εργόσημο, αφενός μειώνονται σημαντικά η μαύρη εργασία και η λαθρομετανάστευση – μπαίνοντας έτσι μια τάξη στο καθεστώς της νομιμοποίησης των μεταναστών, αφού μόνο με το εργόσημο μπορούν πια να αποδείξουν ότι εργάστηκαν νόμιμα στη χώρα μας – και αφετέρου αυξάνονται τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές του ΟΓΑ.

5) Δημιουργείται αίσθηση δικαιοσύνης και ίσης αντιμετώπισης. Ο (χαμηλότερος) συντελεστής φορολογίας εισοδήματος (13%, αν δεν αλλάξει κάτι) κρίνεται αποδεκτός από το ευρύ κοινό. Όλοι αναγνωρίζουμε ότι η αγροτική παραγωγή είναι ένας ισχυρός πυλώνας κάθε οικονομίας, κανείς όμως δεν είπε ότι θα πρέπει να είναι σχεδόν αφορολόγητη.

Υπάρχουν όμως ερωτήματα και κενά, όπως:

1) Η αγορά χωραφιού για πάγια εκμετάλλευση θα εξακολουθεί να είναι τεκμήριο; Ο φορολογικός νόμος είναι σαφής: Η αγορά πάγιου εξοπλισμού για εκμετάλλευση από επιχείρηση ΔΕΝ αποτελεί τεκμήριο. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπάρχει πλέον «πόθεν έσχες» στην αγορά αυτοκινήτων, τρακτέρ, κλπ όπως παλιότερα. Η αγορά των ακινήτων όμως εξακολουθεί να είναι τεκμήριο (η σχετική διάταξη είχε ανασταλεί έως τις 31.12.2013, επανέρχεται όμως από 1.1.2014). Για τον αγρότη όμως το χωράφι δεν είναι ακίνητο, αλλά ο βασικότερος εξοπλισμός για την εκμετάλλευσή του. Δεν είναι οικόπεδο αλλά παραγωγική μονάδα και οι αποθήκες δεν είναι σπίτια αλλά χώροι αποθήκευσης προϊόντων παραγωγής.

2) Πάνω σε ποιά έσοδα και ποιά έξοδα θα φορολογούνται; Φέρνω ένα παράδειγμα: Φέτος, ένας μηλοπαραγωγός πουλάει έως τον Απρίλιο μήλα εσοδείας 2012 και από τον Αύγουστο μήλα εσοδείας 2013, αφήνοντας σε χώρους ψύξης αποθέματα για το 2014. Θα φορολογηθεί δηλαδή σπαστά για δυο χρονιές. Στο μεταξύ, έχει κάνει καλλιεργητικά έξοδα για το 2013 ΜΟΝΟΝ, ενώ έχει αποθηκευτικά έξοδα και για τις δυο σοδειές, ανάλογα με τους μήνες αποθήκευσης. Αυτό όμως είναι σαφής παραβίαση της βασικής λογιστικής και φορολογικής «Αρχής της αυτοτέλειας των χρήσεων», δηλαδή αυτό που γίνεται τη μια χρονιά, δεν μπορεί να μεταφέρεται σε άλλη. Δηλαδή, η σοδειά του 2012 να φορολογείται το 2012 και η σοδειά του 2013 να φορολογείται το 2013.

3) Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, για να μπορέσει να βγει ένα σωστό λογιστικό αποτέλεσμα απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση όχι μόνο εσόδων και εξόδων, αλλά και αποθεμάτων, για τα οποία δεν υπάρχει σαφής τρόπος αποτίμησής τους στο τέλος της χρονιάς. Για παράδειγμα: Ένας παραγωγός στο τέλος του 2014 θα έχει στο ψυγείο 30 τόνους μήλα. Με ποιά τιμή θα τα αποτιμήσει; Με την τιμή που πούλησε τα πρώτα; Με το πόσο πουλάνε οι άλλοι εκείνη την εποχή; Με το πόσο ζητάνε οι έμποροι; Τι θα γίνει με τις φύρες, τα χαλασμένα, τα σάπια και τα «ψαλίδια» που κάνουν οι έμποροι κατά την τελική διαπραγμάτευση; (όχι τόσο σε αξιακό, αλλά σε ποσοτικό επίπεδο) Πώς θα αποδεικνύεται πόσα πετάχτηκαν κατά τη συσκευασία; Άγνωστο, ή μάλλον – κι αυτό είναι το χειρότερο – ασαφές. Ίσως θα έπρεπε να επιτραπεί στους γεωργούς με απλογραφικά βιβλία η επιλογή χρήσης 1/7-30/6, για όσους έχουν ανάλογες καλλιέργειες.

4) Η έλλειψη εξοικείωσης των αγροτών με το νέο αυτό τρόπο φορολογικών διαδικασιών. Εκτιμώ, με βάση την επαγγελματική μου πείρα, ότι θα είναι μακρύ το διάστημα έως ότου επέλθει πλήρης προσαρμογή σ’ αυτές τις νέες διαδικασίες, ευελπιστώ όμως ότι στο τέλος θα τα καταφέρουμε.

5) Η σαφής έλλειψη γνώσης της πραγματικότητας της αγροτικής οικονομίας από τους εισηγητές των σχετικών νομοθεσιών. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και τώρα, παραπάνω από ένα μήνα από την έναρξη εφαρμογής του μέτρου, δεν είναι ξεκάθαρο ποιοί εντάσσονται, πότε πρέπει να κάνουν τη σχετική δήλωση μετάταξης στη Δ.Ο.Υ., αν το ζωικό κεφάλαιο είναι προϊόν ή αντικείμενο πάγιας εκμετάλλευσης και πώς αποτιμάται, και λοιπά άλλα τεχνικά θέματα.

6) Ο μη προηγηθείς διάλογος, όχι μόνο του Υπ. Οικονομικών με τους φορείς των παραγωγικών ενώσεων, αλλά ακόμα και ανάμεσα στα συναρμόδια υπουργεία. Για παράδειγμα, το Υπ. Οικονομικών μιλάει για όριο ένταξης τα 10.000 €, ενώ το Υπ. Τροφίμων, δια στόματος του κ. Τσαυτάρη, μιλάει για 20.0000 €, χωρίς εν τούτοις να έχουν ξεκαθαριστεί ακόμα τα θέματα φορολογίας του εισοδήματος, όπως αναφέρει η κατακλείδα της απόφασης 1024 του Υπ. Οικονομικών.

Συμπερασματικά, είναι ένα νέο μέτρο που μπορεί να οδηγήσει στην εξορθολογικοποίηση της αγροτικής οικονομίας, μπορεί όμως και να την τινάξει στον αέρα αν δεν γίνουν οι σωστοί χειρισμοί και ο απαραίτητος διάλογος με όλους του εμπλεκόμενους φορείς, μέσα στους οποίους τοποθετώ, εκτός των Αγροτικών Ενώσεων, το Οικονομικό Επιμελητήριο και τις επαγγελματικές ενώσεις των λογιστών και οικονομολόγων.

Αχιλλέας Ε. Αρχοντής

Φοροτεχνικός Α’ τάξης