«Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου: ο πολιτισμός της ενέργειας» της Ευρυδίκης Αμανατίδου«Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου: ο πολιτισμός της ενέργειας» 

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Στο Γκάζι έχω περπατήσει ατέλειωτες ώρες. Κάθε γωνιά, κάθε στενό κρύβει και μια έκπληξη. Δυο μήνες πριν, είχα πάει να τραβήξω φωτογραφίες. Μπήκα στον χώρο που όλοι ξέρουμε σαν Τεχνόπολη την τελευταία δεκαετία, και με περίμενε μία έκπληξη ακόμη. Έμαθα ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα εγκαινιαζόταν το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου.

Ένα ηλιόλουστο μεσημέρι, λίγες ημέρες πριν, ακολούθησα κι εγώ τη μουσειακή διαδρομή σε αυτόν τον χώρο που καταλαμβάνει μια έκταση 25.000 τ.μ. Το παλιό εργοστάσιο φωταερίου λειτούργησε επί σχεδόν 130 χρόνια, από το 1862 έως το 1984, οπότε και η σύγχρονη ζωή το κατέστησε ανεδαφικό. Η περιοχή γύρω του που υπήρξε γνωστή με την ονομασία Γκαζοχώρι, αναβαθμίστηκε. Κάποια κτίρια του εργοστασίου χρησιμοποιούνται για εκθέσεις και εκδηλώσεις. Ώσπου φτάνουμε στο σήμερα, δώδεκα χρόνια μετά την έναρξη αποκατάστασης των κτιρίων και μηχανημάτων, και η Αθήνα αποκτά το πρώτο βιομηχανικό και τεχνολογικό της μουσείο.

Η μουσειακή διαδρομή ξεκινάει από τα κτίρια των νέων φούρνων, περνάει από την εντυπωσιακή καμινάδα για να οδηγήσει τον επισκέπτη, ακολουθώντας ακριβώς τη γραμμή παραγωγής του φωταερίου, στο κτίριο των παλαιών φούρνων. Πραγματικά εντυπωσιακός ο χώρος. Μπαίνεις μέσα και σε πλημμυρίζει αυτή η αίσθηση του παλιού. Μια μυρωδιά υγρασίας ανακατεμένη με κάτι παράξενο που αργότερα αναγνώρισα σαν ναφθαλίνη (κατάλοιπο του καθαρισμού του φωταερίου) πλανάται στον χώρο. Περνάς την αψίδα πατώντας πάνω στο πέτρινο πάτωμα και φτάνεις στα κορνούτα. Σε αυτά τα στόματα που με τα φτυάρια τους τροφοδοτούσαν λιθάνθρακα οι εργάτες, αν ως επισκέπτης βάλεις το χέρι σου μέσα, θα συντελεστεί ένα μικρό θαύμα. Τα κορνούτα ζωντανεύουν κι εσύ ακούς μαγεμένος μαρτυρίες ανθρώπων που δούλεψαν στο παλιό εργοστάσιο ή ζούσαν στην περιοχή. Ένα φωτοκύτταρο ενεργοποιεί φωνές του άλλοτε και η ιστορία ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Θυμάμαι πόση εντύπωση μού έκανε το ότι οι μανάδες συνήθιζαν να πηγαίνουν μέχρι το εργοστάσιο τα παιδιά τους για να εισπνεύσουν τον αέρα και να γιατρευτούν από τον κοκίτη. Ή πάλι οι περιγραφές της ατμόσφαιρας στο ίδιο σημείο που στεκόμουν εγώ, στους φούρνους, εικόνες από μια Δαντική κόλαση.

Αφήνω αυτό το επίπεδο και ανεβαίνω στο πατάρι. Θέα αφ’υψηλού με τη συνοδεία γουργουρητού περιστεριών. Σωληνώσεις και οβάλ δεξαμενές, ο χώρος έχει κάτι από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Εγκαταλείπω το φουτουριστικό σκηνικό και κατεβαίνω για να συνεχίσω την περιήγηση. Κατατοπιστικές ταμπέλες παντού, πλούσιες επεξηγήσεις, εντυπωσιακά στοιχεία. Κοιτάζω τους ανακαινισμένους χώρους που χρησιμοποιούνται σήμερα για εκδηλώσεις ή εκθέσεις, περιηγούμαι καθώς ο ήλιος χρυσίζει τα παλιά δομικά υλικά. Παρατηρώ τα τρία τεράστια αεριοφυλάκια, τις ογκώδεις κατασκευές τους.

Στο κτίριο του Σιδηρουργείου, εκτίθενται παλιά κομμάτια, κυρίως από το εργοστάσιο, που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με το φωταέριο. Το βλέμμα μου επιμένει σε ένα παλιό σώμα καλοριφέρ. Χαζεύω το απαλό του χρώμα και τα περίτεχνα διακριτικά του σχέδια ενώ ο ήχος που με συνοδεύει είναι παλιές διαφημίσεις που ακούγονται να παίζουν στον χώρο. Και εδώ επεξηγηματικοί πίνακες για τη χρήση του φωταερίου, την άνοδο και την πτώση της ζήτησής του, τη μετατροπή του εργοστασίου σε χώρο πολιτισμού.

Κάπου εδώ η μουσειακή διαδρομή τελειώνει. Τυπικά, γιατί ουσιαστικά δε σου κάνει καρδιά να φύγεις. Ο χώρος έχει τη δική του ιστορία κι όλα γύρω σου μοιάζουν σαν φιλόξενοι οικοδεσπότες που επιμένουν να κάτσεις λίγο ακόμη. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο αεριοφυλάκιο με τον αριθμό 3, το μοναδικό σημείο που δεν έχει υποστεί καμία παρέμβαση από το 1984, χρονιά που έπαψε οριστικά να λειτουργεί το εργοστάσιο.

Περνάω την πύλη αφήνοντας οριστικά πίσω μου το Μουσείο. Κατευθύνομαι προς τον σταθμό του Μετρό χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά τη σύγχρονη όψη της περιοχής. Τίποτα δε θυμίζει πια το παλιό «Γκαζοχώρι», τις λαϊκές γειτονιές με τα στενόχωρα και υγρά σπίτια, τη βαριά ατμόσφαιρα τη γεμάτη καυσαέριο και καρβουνόσκονη, αλλά και τα ταβερνάκια, τα καφενεία, τα χυτήρια, τα σιδηρουργεία.

Το Γκάζι σήμερα έχει άλλη όψη, ο νεαρόκοσμος το κατακλύζει. Η σύγχρονη πραγματικότητα όμως δείχνει πως το παλιό μπορεί να συνυπάρξει με το καινούριο, όσο παράδοξο αισθητικά κι αν φαίνεται αυτό.

 

Το άρθρο της κ. Ευρυδίκης Αμανατίδου διατίθεται με άδεια Creative Commons (Αναφορά δημιουργού-ιστοχώρου δημοσίευσης-άδειας διανομής, παροχή ενεργού συνδέσμου στο αρχικό άρθρο, μη εμπορική χρήση, όχι παράγωγα έργα). Δείτε περισσότερα: άρθρα.

 

Η Ευρυδίκη Αμανατίδου 

Ζει στην Αθήνα, ακόμη κι όταν βρίσκεται στον κόσμο της μαζί με τον άλλο της εαυτό, την Ερίλια. Παρά το ότι σπούδασε νομικά, της αρέσει να παίζει με τις λέξεις, τα χαρτιά και τα μολύβια. Για του λόγου το αληθές, μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί τέσσερα μυθιστορήματά της και το παιδικό θεατρικό έργο «ένα καπέλο για τον καθηγητή» που βραβεύτηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού.