«Το τόξο του Φιλοκτήτη» διήγημα του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή«Το τόξο του Φιλοκτήτη» 

Μυθοπλασία του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή

Εκατό περίπου χρόνια μετά τον Τρωικό πόλεμο, οι κάτοικοι της Μελίβοιας βρίσκονται σε αναταραχή. Ένας αρχαίος χρησμός έλεγε ότι «η πόλη δεν θα φοβάται τους εχθρούς της όσο την προστατεύει το τόξο του Φιλοκτήτη», παλιού βασιλιά και ήρωα της περιοχής. Η απειλή εκείνη την εποχή προερχόταν κυρίως από τον βασιλιά της Αμύρου, τον Λιμναίο Ιασίωνα, ο οποίος πάντοτε ήθελε να βάλει στο χέρι τους αμύθητους θησαυρούς που λέγανε ότι έφερε στη Μελίβοια ο Φιλοκτήτης από την Τροία αλλά και από τις άλλες χώρες που επισκέφτηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής. Χάρη στη δύναμη του μέχρι τότε βασιλιά της Μελιβοίας Λύκαστρου, ο οποίος έχοντας συμμάχους ένα σημαντικό αριθμό μικρότερων πόλεων που οι κυριότερες ήταν η Ριζούς, με άρχοντα τον Περιάνακτα και οι Ευρυμενές με άρχοντα τον Παλαίμονα, ο χρησμός είχε ξεχαστεί γιατί η δύναμη της πόλης ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε στους εχθρούς της να εκτοξεύουν απειλές. Ομως, ο θάνατος του Λύκαστρου έφερε στη μέση όχι μόνο ζήτημα διαδοχής αλλά και διαίρεση στη συμμαχία των πόλεων που αποτελούσαν το «Κοινό», μια παλιά συμμαχία που είχε ιδρυθεί από τον Ποίαντα, πατέρα του Φιλοκτήτη. Η ισχύς αυτής της συμμαχίας είχε φτάσει στο απόγειό της στην εποχή του Φιλοκτήτη που είχε ταξιδέψει μαζί με τους Αχαιούς στην Τροία, έχοντας στη δύναμή του εννέα πλοία με πολεμιστές από την Ολιζώνα ως και τη Θαυμακία. Ο ρόλος που έπαιξε ο Φιλοκτήτης στην άλωση της Τροίας μεγάλωσε πιο πολύ την αίγλη του αλλά και την ισχύ της Μελιβοίας. Η εξορία του Φιλοκτήτη όμως και η εξαφάνιση του θρυλικού του τόξου, έφερε τριγμούς στο Κοινό, με αποτέλεσμα η δύναμή του να μειωθεί χωρίς ωστόσο και να εξασθενήσει σημαντικά. Ο Λύκαστρος κατόρθωσε όχι μόνο να συγκρατήσει την παρακμή του Κοινού αλλά και να του δώσει ένα μέρος από την παλιά του αίγλη. Ο θάνατός του όμως προκάλεσε ζήτημα διαδοχής. Οι υποψήφιοι ήταν δύο: Ο Ιππομέδων, πρωτότοκος γιός του, και ο Ποίας, ανηψιός του, γιός του Ευρύπυλου, που ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Λύκαστρου αλλά είχε εξοριστεί επειδή σκότωσε τον Αμφίνοο, γιο ενός ισχυρού φίλου του πατέρα τους, του Μνησίλαου, με αποτέλεσμα το συμβούλιο να εξορίσει τον Ευρύπυλο και να δεχτεί, μετά τον φόνο του Μνησίλαου, ως νέο βασιλιά της πόλης τον Λύκαστρο. Ο Περιάναξ υποστήριζε τον Ιππομέδοντα και ο Παλαίμονας τον Ποίαντα. Το συμβούλιο της πόλης, μετά από μία θυελλώδη συζήτηση, αποφασίζει να αφήσει στον Ιππομέδοντα την εξουσία και δίνει την ευκαιρία στον Ποίαντα να εξαγοράσει τον κλήρο του εξόριστου πατέρα του και άρα να μπορέσει να διεκδικήσει ξανά την εξουσία, με την προϋπόθεση να βρεί το χαμένο τόξο του Φιλοκτήτη, γιατί ο Ιασίωνας πάντα υπέβλεπε την Μελίβοια. Ο Ποίας συμβουλεύεται τον Παλαίμονα, που του αποκαλύπτει πως ένας γέρος που μένει στις Ευρυμενές ήταν στο παλάτι του Φιλοκτήτη, μικρό παιδί τότε, όταν ο Φιλοκτήτης εξορίστηκε και το τόξο του εξαφανίστηκε. Ο Ποίας επισκέπτεται τον γέρο, Φιλόνοος το όνομά του, που του αποκαλύπτει ότι την εποχή που εξορίστηκε ο Φιλοκτήτης, ζούσε κοντά του ήταν ο νεαρός γιός του Πύρρου, του γιού του Αχιλλέα, ο Ανιος. Ο Φιλόνοος στη συνέχεια του λέει ότι ο Ανιος, επειδή ήταν νόθος γιός του Πύρρου και της Ανδρομάχης και φοβόταν την εκδίκηση της Ερμιόνης, της νόμιμης γυναίκας του Πύρρου, και των παιδιών της, δεν ακολούθησε τον πατέρα του στην Ηπειρο όταν αυτός έφυγε από τη Φθία, αλλά κατέφυγε κοντά στον βασιλιά της Κενταυρίας, τον Αρκτο, και παντρεύτηκε την κόρη του την Δωρίππη. Ο εγγονός του Ανιου και της Δωρίππης, ο Βιάνορας, είναι ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να ξέρει κάτι από εκείνα τα χρόνια γιατί οι φήμες έλεγαν ότι ο Ανιος, εκμεταλλευόμενος τη φιλία του Φιλοκτήτη με τον παππού του, τον έπεισε να του εμπιστευτεί το τόξο για να το παραδώσει στον διάδοχό του, αλλά στη συνέχεια το έκλεψε, και ίσως γι’ αυτό να κατέφυγε στην Κενταυρία.

Οι κάτοικοι της πόλης αυτής, οι Κένταυροι, ήταν ένας λαός που τον αποτελούσαν ψηλοί, μελαχρινοί και άγριοι πολεμιστές και ήταν εγκατεστημένοι στις πλαγιές της Όσσας. Ηταν μια ομάδα που είχε φύγει από το Πήλιο, τον κύριο τόπο κατοικίας της φυλής τους, επειδή κατηγορήθηκαν για το φόνο ενός γιού του Πελία. Δεν ασχολούνταν τόσο με την καλλιέργεια της γης όσο με το κυνήγι και τη λεηλασία των εύφορων περιοχών της πεδιάδας γύρω τους. Παλιότερα ήταν κυρίαρχοι όλης της περιοχής, μέχρι που ο Πειρίθους, ο βασιλιάς των Λαπιθών, τους νίκησε και τους ανάγκασε να περιοριστούν στο Πήλιο, κόβοντας μάλιστα μύτη και αυτιά από τον αρχηγό τους, τον Ευρυτίωνα. Ηταν όμως εξοικειωμένοι με μια τέχνη σχεδόν άγνωστη στους περισσότερους: την ιππασία. Οταν τους πρωτοείδαν φαντάστηκαν ότι είναι τέρατα, μισά άλογα και μισά άνθρωποι έτσι όπως ήταν πάνω στα άλογα. Σ’ αυτούς λοιπόν τους άγριους πολεμιστές είχε καταφύγει ο Ανιος και χάρις στο μεγάλο όνομα του πατέρα του και κυρίως του παππού του, του θρυλικού Αχιλλέα, αλλά πιθανόν περισσότερο χάρις στο τόξο που έκλεψε, είχε καταφέρει να δει τον γιό του και τον εγγονό του αρχηγούς της Κενταυρίας. Οι Κένταυροι όμως, πάντοτε ισχυριζόταν ότι το τόξο του Ηρακλή τους ανήκει, επειδή σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τους το είχε υποσχεθεί ο ίδιος ο ήρωας και συγκεκριμένα στο Φόλο σαν ανταμοιβή για την φιλοξενία που του πρόσφερε όταν κυνηγούσε τον Ερυμάνθιο κάπρο. Αυτό το τόξο δεν ήταν άλλο από αυτό του Φιλοκτήτη που το είχε χαρίσει πεθαίνοντας στον πατέρα του ο Ηρακλής. Η αποστολή του Ποίαντα ήταν εξαρχής δύσκολη, μια και οι Κένταυροι παρουσιαζόταν σαν διεκδικητές του όπλου. Επειδή όμως ήταν το μοναδικό ίχνος που διέθετε, αποφάσισε να συναντήσει τον Βιάνορα. Ξεκίνησε λοιπόν από τη Μελίβοια με τον αχώριστο φίλο του από τα χρόνια της εξορίας, τον Αμύντορα. Με πολλούς κινδύνους έφτασαν στην Κενταυρία όπου και έγιναν ικέτες του Βιάνορα ενώ ο Ποίαντας, μη θέλοντας να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, χρησιμοποιώντας το όνομα Φύλιος συστήθηκε ως περιπλανώμενος οπλοποιός, γιός κάποιου τεχνίτη από τη Χαλκίδα, που εξαιτίας κάποιου φόνου που είχε κάνει αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του και να γυρίζει στην Ελλάδα προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε διάφορους άρχοντες. Είχε μείνει μάλιστα, είπε, για ένα χρονικό διάστημα στο παλάτι του Ιασίωνα όπου κατασκεύασε μιά ασπίδα για λογαριασμό του. Ο Ιασίωνας όμως τον ξεγέλασε και όχι μόνο αρνήθηκε να του δώσει την αμοιβή του αλλά τον απείλησε κιόλας πως θα τον σκοτώσει. Ετσι κι αυτός αναγκάστηκε να το σκάσει από κεί και να καταφύγει στην Κενταυρία όπου δεν μπορούσε κανείς να τον πειράξει γιατί ήξερε, είπε, τη δύναμη του Βιάνορα και τις φήμες σχετικά με το τόξο του Φιλοκτήτη που ήταν φόβητρο για τους εχθρούς των Κενταύρων. Εξάλλου, το τόξο αυτό είχε κυριέψει την Τροία. Ο Βιάνορας δέχεται σαν ικέτες τον Ποίαντα και τον Αμύντορα, που ο Ποίαντας του παρουσίασε σαν τον πιστό του βοηθό, τους προσφέρει πολύ καλή φιλοξενία, αλλά αρνείται ότι κατέχει το τόξο. Τα προβλήματα για τους δύο φίλους αρχίζουν όταν η Πεισιδίκη, μια γυναίκα από το σπίτι του Φλεγραίου, φίλου του Βιάνορα, αναγνωρίζει τον Ποίαντα. Τον είχε συναντήσει όταν μαζί με τον πατέρα του είχαν φιλοξενηθεί στη Μελιβοία, στο σπίτι του Φώκου που ήταν αδελφός της μητέρας της. Οταν αναφέρει το γεγονός στον Βιάνορα, αυτός καταλαβαίνει τις προθέσεις του Ποίαντα και τον καλεί να δώσει εξηγήσεις. Ο Ποίαντας τον πείθει τελικά να συμμαχήσουν εναντίον του Ιασίωνα αλλά δεν κατορθώνει να πάρει το τόξο που ο Βιάνορας εξακολουθεί να αρνείται ότι κατέχει. Προσφέρεται μάλιστα να τους βοηθήσει στην ανεύρεσή του. Το ίδιο βράδι, στο σπίτι του Βιάνορα συνεδριάζουν εκτός από το Βιάνορα, τον Ποίαντα και τον Αμύντορα ο Μελανέας, ο Φλεγραίος και ο Ευρύνομος που είναι οι σημαντικότεροι αρχηγοί των Κενταύρων. Αρχικά η συζήτηση εξελισσόταν πολύ άσχημα για τον Ποίαντα. Ο Μελανέας υποστήριζει ότι δεν πρέπει το τόξο, που δικαιωματικά τους ανήκει και που ο βασιλιάς της Μελιβοίας με απάτη πήρε από τον Ηρακλή, να φύγει από την Κενταυρία για οποιοδήποτε λόγο. Οι υπόλοιποι παραδέχονται ότι προέχει μεν η άμυνα της περιοχής, πρέπει όμως να υποστηρίξουν τον Ποίαντα στον αγώνα του ενάντια στον Ιππομέδοντα, μια και τα ανταλλάγματα που τους πρόσφερε ο Ποίαντας για τη βοήθειά τους ήταν καλά. Επίσης, θα ήταν καλό να δίνανε ένα μάθημα στον Ιασίωνα που ήταν και σύμμαχος με τους Λαπίθες. Ο Βιάνορας όμως λέει και στους υπόλοιπους ό,τι ακριβώς είπε και στον Ποίαντα: Οτι το τόξο δεν ήταν ποτέ στην Κενταυρία. Η αποκάλυψη αυτή δημιουργεί μεγάλη αναταραχή και ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων από τον Μελανέα ο οποίος αρνείται να τον πιστέψει κατηγορώντας τον μάλιστα ότι προσπαθεί να οικειοποιηθεί κάτι που ανήκει σ’ ολόκληρη τη φυλή. Οι υπόλοιποι αποφασίζουν να ζητήσουν τη συμβουλή του μάντη Θεομνήστορα.

Ο Θεομνήστορας τους συμβουλεύει να πάνε στον άρχοντα της Ομόλης γιατί είχε ακούσει πως κάποτε ο Ανιος είχε φιλοξενηθεί στο παλάτι του παππού του, του Λύγρου και μάλιστα σε ένα κυνήγι που ο Ανιος είχε παγιδευτεί από ένα αγριογούρουνο ο Λύγρος με κίνδυνο της ζωής του τον είχε σώσει από βέβαιο θάνατο. Αυτή μάλιστα η σχέση ανάμεσα στον Λύγρο και στον Ανιο είχε σφραγισθεί και με σπονδές ανάμεσα στην Κενταυρία και στην Ομόλη. Βέβαια τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις των δύο πόλεων δεν ήταν ιδιαίτερα θερμές αλλά ποτέ δεν είχαν πάψει να είναι φιλικές. Την περασμένη χρονιά μάλιστα ο Βιάνορας είχε πάρει μέρος στους αγώνες που είχε οργανώσει ο Διηονέας, σημερινός άρχοντας της Ομόλης, όταν πέθανε ο πατέρας του ο Αντιφος. Η προετοιμασία για την επίσκεψη στην Ομόλη αρχίζει. Μαζί με τον Ποίαντα και τον Αμύντορα αποφασίζουν να πάνε στην Ομόλη ο Βιάνορας, ο Φλεγραίος και ο Ευρύνομος. Γίνονται σπονδές και ο Ποίαντας χαρίζει στον Βιάνορα μια ασπίδα, στον Φλεγραίο ένα σπαθί και στον Ευρύνομο έναν θώρακα που έφτιαξε ο ίδιος για χάρη τους μια και όπως είδαμε παραπάνω στην εξορία που ήταν με τον πατέρα του είχε ζήσει μερικά χρόνια στην Χαλκίδα όπου είχε μάθει την τέχνη του οπλουργού. Οι Κένταυροι τους χαρίζουν κι αυτοί πλούσια δώρα. Ο Βιάνορας μάλιστα του μαθαίνει την τέχνη της ιππασίας και του χαρίζει ένα από τα άλογά του.

Η άφιξη στην Ομόλη γίνεται μέσα σε κλίμα επιφυλακτικής εγκαρδιότητας από τη μεριά του Διηονέα. Ο Ποίας προβάλλει την απαίτησή του στον Διηονέα ο οποίος τελικά παραδέχεται ότι ο Ανιος είχε εμπιστευτεί το τόξο στη φύλαξη του Λύγρου αλλά τον είχε ορκίσει να μην το παραδώσει παρά σε κάποιον άξιο απόγονο του Φιλοκτήτη. Αποκαλύπτει μάλιστα ότι όλοι οι προηγούμενοι βασιλιάδες της Μελιβοίας γνώριζαν το μυστικό αλλά είχαν αποτύχει στις δοκιμασίες και το είχαν κρατήσει κρυφό από φόβο μήπως κριθούν ανάξιοι από το συμβούλιο της πόλης.

Οι δοκιμασίες ήταν τρείς: Να συλλάβει και να θυσιάσει στον Ποσειδώνα μια φοράδα που καταγόταν από τα άλογα του Διομήδη που είχε φέρει ο Ηρακλής από τη Θράκη και είχε αφήσει ελεύθερα στον Ολυμπο, να κυνηγήσει μόνος του με μοναδικό όπλο ένα μαχαίρι, σε ανάμνηση του κυνηγιού του Πηλέα, και να νικήσει στο αγώνισμα της τοξοβολίας στους αγώνες που θα γινόταν προς τιμή του Θεργηλίου Απόλλωνα. Ο Ποίας, με τη βοήθεια του Βιάνορα, κατορθώνει να παγιδέψει τη φοράδα στις όχθες του Πηνειού και μετά από πολλούς δισταγμούς και παρακλήσεις προς τον Ποσειδώνα επειδή ήθελε να τη δαμάσει και να την κρατήσει για τον εαυτό του, ετοιμάζεται να τη θυσιάσει. Μια σεισμική δόνηση την ώρα που άρχιζε η θυσία εκλαμβάνεται από τον μάντη Φράσιο ως σημείο ότι ο Ποσειδώνας χαρίζει τη φοράδα στον Ποίαντα και πείθει οριστικά τον Διηονέα αλλά και τους υπόλοιπους κατοίκους της Ομόλης ότι ο Ποίας έχει την εύνοια του Ποσειδώνα. Ο Ποίαντας πράγματι κρατάει τη φοράδα που την ονομάζει Φαία και χαρίζει το άλογο που του χάρισε ο Βιάνορας, με τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου, στον Αμύντορα. Στη συνέχεια, μετά από τεσσάρων ημερών κυνήγι, κατορθώνει να παγιδέψει και να σκοτώσει ένα αγριογούρουνο, ενώ στους αγώνες έπρεπε να νικήσει χρησιμοποιώντας το τόξο του Φιλοκτήτη, ακριβώς για να αποδείξει , όπως ο Οδυσσέας όταν σκότωσε τους μνηστήρες, ότι είναι ο αντάξιος κληρονόμος του ήρωα Ηρακλή. Η νίκη του και σ’ αυτή τη δοκιμασία ανάγκασε τον Διηονέα να του παραδώσει το τόξο ζητώντας του όμως να ορκιστεί πως θα τους συνέδραμε αμέσως μόλις παρουσιαζόταν ανάγκη για την άμυνα της Ομόλης. Ο Ποίας ορκίζεται και ετοιμάζεται με τους φίλους του για την επιστροφή. Η επιστροφή όμως στην Κενταυρία επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ο Μελάνέας έχει ξεσηκώσει μερικούς από τους Κένταυρους και τους παρακινεί να σκοτώσουν τον Ποίαντα για να κρατήσουν το τόξο. Ο Βιάνορας αντιδρά σεβόμενος τη φιλοξενία που πρόσφερε στον Ποίαντα αλλά και τις σπονδές που έκανε μαζί του. Ξεσπά αναταραχή στην πόλη όπου σκοτώνεται από τον Μελανέα ο Ευρύνομος, ο Βιάνορας επιβάλλει τελικά την τάξη ενώ ο Μελανέας καταφεύγει ικέτης στο βωμό του Ιξίωνα, γενάρχη των Κενταύρων. Ο Μελανέας εξορίζεται από την πόλη ενώ γίνεται η ταφή του Ευρύνομου. Τελικά ο Ποίαντας, έχοντας μαζί του μια ισχυρή δύναμη Κενταύρων με επικεφαλής τον Φλεγραίο, επιστρέφει στις Ευρυμενές. Εκεί ο Παλαίμονας του λέει ότι ο Μελανέας κατέφυγε στον Ιππομέδοντα, πήγε στην υπηρεσία του και μαζί με τον Περιάνακτα συνομωτούν εναντίον του. Από έναν κατάσκοπό του μάλιστα στο παλάτι του Περιάνακτα, απ’ όπου είχε περάσει ο Μελανέας, έμαθε ότι σκοπεύουν να του στήσουν ενέδρα στο δρόμο από τις Ευρυμενές στη Ριζούντα. Ο Ποίαντας αλλάζει το δρομολόγιό του, έρχεται στην πλάτη των εχθρών του και τους αιφνιδιάζει συλλαμβάνοντας τον Περιάνακτα που έντρομος τον παρακαλεί να του χαρίσει τη ζωή, προσφέροντάς του μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι γη ανάμεσα στη Μελίβοια και τη Ριζούντα. Ο Ποίαντας του χαρίζει τη ζωή και τον καλεί να συνταχθεί μαζί του για να αμυνθούν ενάντια στον Ιασίωνα. Πάνω στη σύγχυση όμως ο Μελανέας κατορθώνει να διαφύγει.

Η επιστροφή του Ποίαντα στη Μελίβοια τον φέρνει αντιμέτωπο με τον Ιππομέδοντα που τον κατηγορεί, σε μια δημόσια συζήτηση στην αγορά της πόλης, ότι συμμάχησε με τους Κενταύρους για να πάρει την εξουσία και να την εκχωρήσει ουσιαστικά στο Βιάνορα κάνοντας τη Μελίβοια φόρου υποτελή στην «πόλη των ληστών», όπως αποκαλεί την Κενταυρία. Ο Ποίαντας όμως αντικρούει τις κατηγορίες του Ιππομέδοντα, δείχνει το τόξο στους πολίτες, τους λέει με ποιό τρόπο το έφερε πίσω, αναφέρει το σημαντικό ρόλο των Κενταύρων στην αποστολή αυτή και εξηγεί γιατί τόσα χρόνια έλειπε από τη Μελίβοια. Κατηγορεί μάλιστα τον Ιππομέδοντα ότι συνομώτησε με τον Μελανέα για να του στήσουν ενέδρα και επικαλείται τη μαρτυρία του Περιάνακτα. Αυτός λέει στο συμβούλιο ότι εξαπατήθηκε από τον Ιππομέδοντα σχετικά με τον ρόλο του Ποίαντα, επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του Ποίαντα σχετικά με τις δοκιμασίες που έθεταν οι άρχοντες της Ομόλης, λέγοντας όμως ότι τα θεωρούσε απλώς θρύλους μια και την τελευταία φορά που τα είχε ακούσει ήταν πολύ μικρός. Η μαρτυρία του Περιάνακτα ήταν καθοριστική. Το συμβούλιο της πόλης, αφού η κάθαρση της οικογένειας του Ποίαντα για το φόνο του Αμφίνοου ουσιαστικά συντελέστηκε με την επιστροφή του τόξου του Ηρακλή, μετά και το τυπικό μέρος της υπόθεσης, συσκέπτεται για την τιμωρία που θα επιβάλλει στον Ιππομέδοντα και για τις συνέπειες που θα έχουν όλες αυτές οι ιστορίες. Ο Ιππομέδοντας όμως δραπετεύει και καταφεύγει στον Ιασίωνα προσφέροντάς του την αφορμή που ζητούσε τόσο καιρό για να επιτεθεί στη Μελίβοια: την αποκατάστασή του.

Ο Ιασίωνας δεν χάνει την ευκαιρία. Αρχίζει αμέσως την προετοιμασία του για την επίθεση εναντίον της Μελίβοιας. Μάταια ο σύμβουλός του, ο Φιλόλαος, προσπαθεί να τον αποτρέψει από μια τέτοια ενέργεια. Ο Φιλόλαος, απόγονος μεγάλης οικογένειας της Αμύρου, έβλεπε ότι μια τέτοια ενέργεια θα ήταν καταστροφική για την Άμυρο, επειδή το ηθικό της Μελίβοιας μετά την ανεύρεση του τόξου θα ήταν αρκετά υψηλό και επειδή οι σχέσεις της οικογένειάς του με την οικογένεια του Ποίαντα ήταν πολύ καλές και δεμένες με δεσμά φιλοξενίας. Αντίπαλός του όμως είναι ο Εονεύς ο οποίος θέλει για λογαριασμό του την ηγεμονία στις Ευρυμενές απ’ όπου έφυγε διωγμένος από τον Παλαίμονα γιατί είχε συνομωτήσει εναντίον του. Ο Εονεύς τελικά πείθει τον Ιασίωνα που κατηγορεί τον Φιλόλαο για προδοσία, τον εξορίζει από την Αμυρο και ξεκινά εναντίον της Μελίβοιας. Στην συνάντηση των δύο βασιλέων, στο Δώτιο Πεδίο, ο Ποίαντας προσπαθεί να πείσει τον Ιασίωνα να αποφύγουν τη μάχη και να ζήσουν ειρηνικά, κάνοντας μάλιστα σπονδές ειρήνης για εκατό χρόνια. Ο Εονεύς όμως, βγαίνει στη μέση, κατηγορεί τον Ποίαντα για απάτη σε βάρος του Ιππομέδοντα και για την συμμαχία του με τους Κενταύρους και αποδίδει την πρότασή του για ειρήνη στη δειλία του να αντιμετωπίσει τον στρατό τους .Η μάχη είναι αναπόφευκτη. Την άλλη μέρα ο Ιασίωνας επιτίθεται πρώτος. Το ιππικό των Κενταύρων όμως, κάνει τη διαφορά εις βάρος των Αμυριωτών.

Το βράδι βρίσκει τον Ιασίωνα απογοητευμένο. Ο Εονεύς προσπαθεί να τον πείσει ότι πρέπει να συνεχίσει. Εκείνη τη στιγμή όμως, μπαίνει στη σκηνή του Ιασίωνα ο Φιλόλαος και ο Ιασίωνας τον ακούει κατάπληκτος να ζητά να οδηγήσει ο ίδιος τον στρατό του στη μάχη. Ο Εονεύς τον ειρωνεύεται και υπενθυμίζει στον Ιασίωνα ότι ο Φιλόλαος διώχτηκε για προδοσία. Ο Φιλόλαος όμως ξεσκεπάζει τον Εονέα και τις φιλοδοξίες του και αποκαλύπτει ότι «οι θησαυροί του Φιλοκτήτη» είναι γέννημα της φαντασίας του Εονέα για να τον πείσει να επιτεθεί εναντίον της Μελίβοιας. Ο Ιασίωνας, αφού θαυμάζει την φιλοπατρία του Φιλόλαου, καταλαβαίνει ότι όλη αυτή η διαμάχη συντηρήθηκε από τον Εονέα για να μπορέσει να εκδικηθεί τον Παλαίμονα και τους συμμάχους του της Μελίβοιας. Δεν μπορεί όμως να αποχωρήσει από τη μάχη γιατί το κύρος του μπροστά στον λαό του θα μειωθεί πολύ. Αναθέτει λοιπόν στον Φιλόλαο να οδηγήσει το στρατό σ’ αυτήν την άσκοπη, όπως και ο ίδιος την χαρακτηρίζει, μάχη.

Την άλλη μέρα, στο πεδίο της μάχης, ο Φιλόλαος και ο Ποίαντας συναντιένται αντιμέτωποι. Ο Ποίαντας θυμίζει στον Φιλόλαο τη φιλία τους και του προτείνει ακόμα μια φορά να σταματήσουν και να γυρίσουν στις πόλεις τους χωρίς να χρειάζεται να σκοτώνονται άλλο οι πολίτες τους χωρίς λόγο. Ο Φιλόλαος όμως του λέει με λύπη του ότι παραπάνω από τους φίλους του βάζει την τιμή της πατρίδας του και ότι πρέπει να πολεμήσει εναντίον του αλλιώς δεν θα είναι άξιος του όρκου που έδωσε όταν πρωτοκράτησε τα όπλα του. Στην πορεία της μάχης ο Παλαίμονας πιάνει αιχμάλωτο τον Εονέα ενώ ο Ιασίωνας, που μπήκε στη μάχη για να ενισχύσει τον Φιλόλαο, τραυματίζεται και αποχωρεί. Το ηθικό όμως του στρατού του Ιασίωνα είναι πολύ χαμηλό και οι άντρες του του ζητούν να σταματήσει αυτήν την άσκοπη σφαγή. Χωρίς να δείξει τη χαρά του, ο Ιασίωνας δέχεται. Η άσκοπη, όπως εξελίχθηκε, μάχη στο Δώτιο Πεδίο, τελείωσε χωρίς νικητή από τα δύο μέρη, μια και οι απώλειες της Μελίβοιας, μετά την καθοδήγηση του στρατού της Αμύρου από τον Φιλόλαο, ήταν πολύ μεγάλες.

Οι σπονδές που έγιναν σφράγισαν μια μεγάλη περίοδο ειρήνης ανάμεσα στις δύο πόλεις. Μετά από λίγα χρόνια ο Φιλόλαος πέθανε, αλλά το μάθημα που έδωσε συζητιόταν για πολλά χρόνια στις δύο πόλεις και κυρίως στα τραπέζια των δύο βασιλιάδων, του Ιασίωνα και του Ποίαντα, οι οποίοι από τότε έζησαν αρμονικά και ήταν η ισχυρότερη συμμαχία της περιοχής. Ο Ποίαντας πήρε γυναίκα του την Καλλιρόη, την αδελφή του Αμύντορα, με την οποία τον συνέδεε έρωτας μακροχρόνιος και κρυφός από τα χρόνια της εξορίας του, ενώ ο Αμύντορας έμεινε για πάντα στο πλευρό του, φίλος αχώριστος και πραγματικός. Ο Εονεύς κατάντησε δούλος στην Κενταυρία ενώ ο Ιππομέδων δεν άντεξε αυτή την ταπείνωση και έπεσε πάνω στο σπαθί του. Οσο για τους Κένταυρους, συνέχισαν βέβαια να ζουν με τον άγριο και επιθετικό τους τρόπο, αλλά στα τραγούδια τους που έζησαν εκατοντάδες χρόνια μετά, μιλούσαν με σεβασμό και αγάπη για τον Ποίαντα και τραγουδούσαν, όπως εξάλλου στην Μελίβοια και στην Αμυρο τις περιπέτειές του και τον αγώνα του να βρει το τόξο του Φιλοκτήτη.

ΣΗΜ τ. ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Η παραπάνω μυθοπλασία είναι καθαρά προϊόν φαντασίας και ως τέτοιο δεν βασίζεται σε κανένα μυθολογικό γεγονός. Η επιλογή των ονομάτων των ηρώων κατά την περίοδο που υποτίθεται ότι συμβαίνουν τα γεγονότα που περιγράφονται (εκατό χρόνια μετά τον Τρωικό Πόλεμο) είναι από το πλούσιο «περιβόλι» της ελληνικής μυθολογίας και δεν αντιστοιχούν στην παραδομένη σε μας δράση τυχόν αντίστοιχων γνωστών μυθικών χαρακτήρων. 

 

 

Ο Αχιλλέας E. Aρχοντής

Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Γεννήθηκε το 1964 στην Αγιά της Λάρισας, όπου ζει και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, λογιστής. Λάτρης του «ερασιτεχνικού» θεάτρου -ενεργό μέλος της τοπικής θεατρικής ομάδας από το 1991- της λογοτεχνίας, της παράδοσης, της ιστορίας και της μυθολογίας, είναι ένας απ’ τους δημιουργούς της σύγχρονης (2013), ηλεκτρονικής πλέον, έκδοσης των «Αγιώτικων Νέων», της εφημερίδας του ΜΠΣ Αγιωτών «Μιλτιάδης Δάλλας».